ΣτΕ 458/2018

Αριθμός 458/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 18 Οκτωβρίου 2017 αίτηση: του ..., κατοίκου Κορωπίου Αττικής (οδός ...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Φωτόπουλο (Α.Μ. 28371), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2064/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (e-παράβολο υπ' αριθμ. 17024165295712180032) και η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 12.12.2017 πράξη της Προέδρου του, ζητείται η αναίρεση της 2064/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της αναίρεσης της 1223/2008 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου με την 1713/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 2559/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 256/97/29-11-2000 πράξης της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ.). Με την εν λόγω πράξη ο αναιρεσείων χαρακτηρίσθηκε συνυπαίτιος τελωνειακής παράβασης λαθρεμπορίας αυτοκινήτου, επιβλήθηκε σε βάρος του, κατ’ επιμερισμό, πολλαπλό τέλος ποσού 12.767.039 δραχμών και κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεος προς καταβολή του συνολικού ποσού των επιβληθέντων πολλαπλών τελών, ύψους 37.767.039 δραχμών (110.835 ευρώ).

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι

«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016).

Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,

«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]».

Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 2934/2017 επταμ. κ.ά.), τούτο δε ισχύει και σε περίπτωση που η αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά απόφασης εκδοθείσας μετ’ αναίρεση (βλ. ΣτΕ 3411/2013 επταμ., 3630/2014 επταμ., 3335/2017 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 2934/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης της παραγράφου 4 του π.δ. 18/1989, όταν με την ένδικη πράξη καταλογίζεται στον προσφεύγοντα πολλαπλό τέλος και παράλληλα αυτός κηρύσσεται αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνόλου του ποσού των καταλογισθέντων στους υπαίτιους της λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών, ως ποσό της αναιρετικής διαφοράς λαμβάνεται, κατ’ αρχήν, το δεύτερο αυτό ποσό.

3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ, δεδομένου ότι ναι μεν το (κατ’ επιμερισμό) επιβληθέν στον αναιρεσείοντα πολλαπλό τέλος είναι μικρότερο του ορίου αυτού, αλλά με την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής ο αναιρεσείων κηρύχθηκε επίσης αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνόλου των καταλογισθέντων πολλαπλών τελών, ύψους 110.835 ευρώ.

4. Επειδή, το άρθρο 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (21.9.2016), ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη», όχι όμως και από τις αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, ρύθμιση η οποία έχει κριθεί ως συνάδουσα προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1741/2015 Ολομ.).

Με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 17 από τη δημοσίευση του προαναφερθέντος ν. 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ αντικαταστάθηκε ως ακολούθως:

« Τα [διοικητικά] δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.».

Η ανωτέρω νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 (εδαφ. β΄) του ΚΔΔ δεν έχει πεδίο εφαρμογής ratione temporis στις υποθέσεις οι οποίες συζητήθηκαν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου πριν από την 22.12.2016 (πρβλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του ίδιου ν. 4446/2016), δεδομένου ότι, κατά γενική δικονομική αρχή, η νεότερη δικονομική ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τις υποθέσεις που είχαν εκδικασθεί/συζητηθεί, πριν από το χρόνο έναρξης της ισχύος της (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., 3953/2007, 2467/2001).

5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι “[...] από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 2 του άρθρου 89 και 3 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικα προς την παρ. 8 του ιδίου άρθρου 97 αυτού, που ορίζει ότι

«Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν»,

καθώς και προς την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που ορίζει ότι

«Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, […] και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», συνάγεται ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως της παραβάσεως, που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η αυτοτέλεια των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής) έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει για τη διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται όμως να εκτιμήσει αυτήν κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του (ΣτΕ 2069, 1714/2014).”.

Περαιτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού συνεκτίμησε την 81115/1997 αμετάκλητη απόφαση του Δ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων αθωώθηκε από το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, απέρριψε την έφεση.

6. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 17 του ν. 4446/2016, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν εφάρμοσε εν προκειμένω τη διάταξη αυτή, ενώ ήταν κατά χρόνον εφαρμοστέα, ως νεότερη, ευνοϊκότερη και ισχύουσα κατά το χρόνο δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (28.12.2016), χωρίς να ασκεί επιρροή ότι ο νόμος 4446/2016 δημοσιεύθηκε μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου (21.9.2016). Συναφώς, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος. Ανεξάρτητα από το εάν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει (έμμεση) ερμηνευτική κρίση για το ως άνω τιθέμενο ζήτημα και, συνακόλουθα, από το εάν ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς, από την άποψη της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, πάντως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, δεδομένου ότι η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς έλαβε χώρα την 21.9.2016, ήτοι πριν από την 22.12.2016, ημέρα έναρξης ισχύος του ανωτέρω άρθρου του ν. 4446/2016.

7. Επειδή, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας, όσον αφορά το ζήτημα της διάπραξης λαθρεμπορίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο συνεκτίμησε με συγκεκριμένες σκέψεις και αναφορές την οικεία αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν διατυπώνεται συναφώς οποιοσδήποτε συγκεκριμένος ισχυρισμός με το περιεχόμενο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Συνεπώς, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής.

8. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δια ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2018

Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018.

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα