Άρθρο του Γιάννη Σταματόπουλου Η ελκυστικότητα του κινήτρου του άρθρου 71Δ του ΚΦΕ για την ενίσχυση των θέσεων απασχόλησης

Του Γιάννη Σταματόπουλου,

Οικονομολόγου - Φορολογικού Συμβούλου,
Διαχειριστή του Forin.gr,
Διδάκτορα του Παν. Πειραιώς.

Με τις διατάξεις του άρθρου 71Δ του ν. 4172/2013, όπως αυτές προστέθηκαν με το ν. 4549/2018, παρασχέθηκαν φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση των θέσεων απασχόλησης. Με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης επιχείρησε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, "να συμβάλλει στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας" δίνοντας "ιδιαίτερη βαρύτητα στο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, αυτό της ανεργίας των νέων, αλλά και της μακροχρόνιας ανεργίας". 

Αναλυτικότερα, με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες ισχύουν από το φορολογικό έτος 2018, παρέχεται, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα έκπτωσης των εργοδοτικών εισφορών των επιχειρήσεων προσαυξημένων κατά πενήντα τοις εκατό (50%) και μέχρι το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των είκοσι πέντε (25) ετών ανά θέση εργασίας.

Η δυνατότητα αυτή παρέχεται εφόσον προκύπτει αθροιστικά:

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για νέους έως τριάντα (30) ετών και για μακροχρόνια άνεργους που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ.

Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φορολογικού κινήτρου, ας σταθούμε στο ακόλουθο ενδεικτικό παράδειγμα:

Έστω ότι μία επιχείρηση προχωρά στην πρόσληψη ενός μισθωτού πλήρους απασχόλησης με το βασικό μισθό (650 € ανά μήνα). Επί του ποσού αυτού προσδιορίζονται μηνιαίως εργοδοτικές εισφορές ποσού ίσου με 161,27 €. Σε ετήσια βάση, η επιχείρηση με την απόφασή της αυτή αναλαμβάνει μία αύξηση της μισθολογικής της δαπάνης κατά 11.357,78 € [(650 x 14) + (161,27 x 14)].

Εφόσον η επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του άρθρου 71Δ του ν. 4172/2013, δικαιούται να εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά της, πέραν των εργοδοτικών εισφορών που πράγματι αναλαμβάνει (2.257,78 €) επιπλέον ποσό ίσο με 1.128,89 σε ετήσια βάση. Το ποσό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τον ισχύοντα φορολογικό συντελεστή (28%) για το φορολογικό έτος 2019, οδηγεί σε όφελος (μέσω της αύξησης των εκπιπτόμενων δαπανών και κατ' επέκταση της μείωσης των φορολογητέων κερδών) για την επιχείρηση το οποίο ανέρχεται τελικώς στο ποσό των 316,09 €.

Δηλαδή, το όφελος (316,09 €) για την επιχείρηση αποτελεί μόλις το 2,78% της μισθολογικής δαπάνης που επιπροσθέτως ανέλαβε (11.357,78 €). 

Αν και το συγκεκριμένο ποσό αποτελεί μία μικρή ωφέλεια για τις επιχειρήσεις, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί το κίνητρο αυτό θεμελιώδες στοιχείο στην απόφαση μίας επιχείρησης να αυξήσει τη μισθολογική της δαπάνη. 

Υπενθυμίζουμε ότι ο Δημήτρης Σταματόπουλος, σε προηγούμενο άρθρό του στο Forin.gr, έχει καταθέσει από το 2017, ανάλογη πρόταση προς τους ασκούντες τη φορολογική πολιτική, συνδέοντας, ωστόσο, το φορολογικό κίνητρο που παρέχεται με το σύνολο της μισθολογικής δαπάνης που αναλαμβάνεται από μία επιχείρηση. Στην πρότασή του αυτή μάλιστα παρουσιάζει αναλυτικά και τα οφέλη που μία τέτοια κίνηση θα αποφέρει μέσω της αύξησης των εσόδων από την άμεση και την έμμεση φορολογία, της αύξησης των εισπράξεων για το ασφαλιστικό σύστημα, της βελτίωσης των δεικτών από τις νέες προσλήψεις καθώς και της έμμεσης ωφέλειας για τον προϋπολογισμό της χώρας από τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά την πρόταση του Δημήτρη Σταματόπουλου στο σχετικό του άρθρο εδώ.

Θεωρούμε ότι είναι σκόπιμο να επανέλθει το θέμα αυτό στο δημόσιο διάλογο προκειμένου η πρόταση αυτή να υλοποιηθεί με το βέλτιστο - για τις επιχειρήσεις και τα δημόσια έσοδα - τρόπο.