ΕΣΕΕ Υπόμνημα επί του νομοσχεδίου «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις»

Φωτογραφία: ΕΣΕΕ

Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 2019

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΣΕΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «ΕΠΕΝΔΥΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

• ΜΕΡΟΣ Α΄ (Άρθρο 1, παρ. 2): O συντελεστής δόμησης 0.6 προβλέπεται και για τις μικρότερες επενδύσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του 4608/2019, λογίζεται ως θετική εξέλιξη ειδικότερα για τις βιομηχανικές μονάδες (50 θέσεις εργασίας και προϋπολογισμός 25.000.000 ευρώ), αλλά θα πρέπει να διασφαλιστούν οι σχετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

(Άρθρο 1, παρ. 4): Ο Υπουργός Ανάπτυξης μετά την παρέλευση ενός μήνα και μετά από εισήγηση της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, θα εκδίδει κάθε άδεια εξαιρουμένων των αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας. Η συγκεκριμένη προσθήκη εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει επιταχυντικά προς τις επενδύσεις αλλά θα μπορούσε να προβλέψει και τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων (συμβουλευτικά) ειδικότερα για τις επενδύσεις που θα πρέπει να αξιολογούνται ως στρατηγικές.

• ΜΕΡΟΣ Γ (Άρθρα 4-9): Είναι θετική εξέλιξη η δημιουργία του «Ενιαίου Ψηφιακού Χάρτη» και η καθολικά ελεύθερη πρόσβαση σε γεωχωρικά δεδομένα που μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση μίας επένδυσης, παρότι αυτή θα έπρεπε να είχε ήδη υλοποιηθεί βάση της κοινοτικής οδηγίας INSPIRE. Η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές είναι σημαντική και για τους κοινωνικούς εταίρους ενώ λειτουργεί ενισχυτικά στην αντιμετώπιση της ασσυμετρίας πληροφόρησης. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να συναφθεί ένα πρωτόκολλο συνεργασίας με τα επιστημονικά ινστιτούτα των κοινωνικών εταίρων για τη διάχυση της πληροφορίας. Ωστόσο, χάριν της καθολικής εφαρμογής του παρόντος αλλά και για αποφυγή διασταλτικών ερμηνειών, η παράγραφος 4 του άρθρου 5 πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω ώστε να περιλαμβάνει αναλυτικά τις υποπεριπτώσεις στις οποίες αναφέρεται.

• ΜΕΡΟΣ Δ (Άρθρο 10): Είναι μια αυταπόδεικτα θετική εξέλιξη η δημιουργία Εθνικού Μητρώου Υποδομών, καθώς αυτό θα αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της αποδοτικότητας της δημόσιας περιουσίας, επιζητώντας τη λογοδοσία των σχετικών φορέων διαχείρισης. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξουν και οι σχετικές εξειδικεύσεις.

• ΜΕΡΟΣ ΣΤ (Άρθρο 12, παρ. 5): Για τα επιχειρηματικά πάρκα η μεταβολή της έκτασης και των ορίων τους μέχρι και 15% επί της αρχικής δεν απαιτεί εκ νέου προσκόμιση των μελετών και στοιχείων αλλά μόνο η τοπογραφική αποτύπωση της έκτασης και η τεκμηρίωση με τα αντίστοιχα στοιχεία και δικαιολογητικά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου αυτού και η χρήση γης είναι συμβατή με την ανάπτυξη του Επιχειρηματικού Πάρκου. Αυτό μπορεί να γίνει μια φορά -θέτοντας επί της ουσίας το όριοκαι αναμένεται να ενισχύσει την ανάπτυξη των υφιστάμενων επιχειρηματικών πάρκων.

• ΜΕΡΟΣ ΣΤ (Άρθρο 12, παρ.8): Οι επιχειρήσεις που εγκαθίστανται σε επιχειρηματικά πάρκα απαλλάσσονται από την υποχρέωση λήψης έγκρισης λειτουργίας, το οποίο αναμένεται να μειώσει το γραφειοκρατικό και συναλλακτικό κόστος μιας νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Όμως θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη η διασφάλιση του ανταγωνισμού.

• ΜΕΡΟΣ Θ (Άρθρο 15, παρ. 1): H έγκριση των περιβαλλοντικών όρων, όπως προκύπτει από το νόμο 4014/2011, γίνεται από τον υπουργό περιβάλλοντος και ενέργειας. Λόγω της κρισιμότητας της έγκρισης, θα μπορούσε να προτείνεται η δημιουργία μιας σχετικής γνωμοδοτικής επιτροπής.

• ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β (Άρθρο 43): Η δημιουργία του Εθνικού Ευρυζωνικού Σχεδίου είναι προς τη θετική κατεύθυνση, ειδικά αν ληφθεί υπόψη το Ψηφιακό Θεματολόγιο για την Ευρώπη 2020 αλλά και οι συνέπειες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Στο πλαίσιο αυτό η υλοποίηση δράσεων ανάπτυξης δικτυακών υποδομών είναι σημαντική αφού θα λειτουργήσει επικουρικά προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων αλλά και τη μετάβαση του εμπορίου προς τη νέα ψηφιακή εποχή. Η «σύσταση της επιτροπής υψηλού επιπέδου για τον Ψηφιακό και Διοικητικό Μετασχηματισμό της Ελλάδας» (Άρθρο 48) συνεισφέρει συμπληρωματικά προς το σκοπό αυτό και αναμένεται να προσφέρει την αναγκαία επιστημονική υποστήριξη. Σε όλη αυτή τη διαδικασία η διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους κρίνουμε ότι είναι απαραίτητη.

• ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ (Άρθρο 45): Η δημιουργία του εθνικού προγράμματος απλούστευσης διαδικασιών είναι ένα σημαντικό στοίχημα, καθώς ο ανασχεδιασμός και η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών θα μειώσει το συναλλακτικό κόστος και θα επιφέρει τις αναγκαίες οικονομίες κλίμακας στην επιχειρηματικότητα, υποστηρίζοντας την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Ειδικότερα, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και η διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων (παρ. 3 γ) είναι εξαιρετικά σημαντική για την αύξηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης. Η υιοθέτηση της πρότασης μας για συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων (παρ. 5) κινείται προς τη θετική κατεύθυνση. Η ομογενοποίηση των εγγράφων θα μειώσει το βάρος και το κόστος της γραφειοκρατικής διαδικασίας ενώ η σύσταση του παρατηρητηρίου γραφειοκρατίας θα διευκολύνει τον εντοπισμό των προβληματικών σημείων της διοικητικής διαδικασίας. Παράλληλα, η ίδρυση της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης Δημόσιας Διοίκησης (Άρθρο 52) δύναται να αποτελέσει την απαρχή για την εμβάθυνση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και του ανασχεδιασμού των διοικητικών διαδικασιών. Όμως θεωρούμε πως η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαβούλευση πρέπει να θεσμοθετηθεί με αυξημένη βαρύτητα. η επιστημονική υποστήριξη του παρατηρητηρίου (Άρθρο 47) είναι αναγκαία και μπορεί να συμπληρωθεί με την υποστήριξη και των επιστημονικών Ινστιτούτων των κοινωνικών εταίρων.

• Η σύσταση της Γενικής Διεύθυνσης Κυβερνοασφάλειας (Άρθρο 50) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και εκτιμάται ότι θα βοηθήσει τον εμπορικό κόσμο καθώς η ασφάλεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε πως η γνώση των κοινωνικών εταίρων θα μπορούσε να είναι αρκετά χρήσιμη.

• ΜΕΡΟΣ ΙΓ: Η αξιοποίηση των ΤΠΕ στην δικαιοσύνη είναι μια θετική εξέλιξη η οποία αναμένεται να επιταχύνει την ταχύτητα απονομής περιορίζοντας το συναλλακτικό κόστος και δημιουργώντας οικονομίες κλίμακας.

• ΜΕΡΟΣ ΙΕ: Η συμμετοχή της ΕΣΕΕ στο Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου και στο «Συμβούλιο

Εξωστρέφειας» θεωρούμε πως θα έπρεπε να προβλέπεται. Η ΕΣΕΕ, ως sine qua non εκπρόσωπος του ελληνικού εμπορίου διαθέτει την τεχνογνωσία να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη σε ζητήματα εξωστρέφειας.

ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΑΡΘΡΩΝ

• Άρθρο 2, Η δεύτερη παράγραφος 10 του άρθρου 16 του ν. 4399/2016, αναριθμείται σε 11 και αντικαθίσταται ως εξής:

«….σχετικές βεβαιώσεις υλοποίησης του πενήντα τοις εκατό (50%) υπογεγραμμένες από ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία της παραγράφου 12, και, όπου απαιτείται από το είδος και τους όρους υπαγωγής της επένδυσης, πολιτικό μηχανικό, μηχανολόγο μηχανικό ή άλλης επαγγελματικής ειδικότητας πρόσωπο….». Για να μην έχει κατάληξη απλώς μεταφοράς της καθυστέρησης και γραφειοκρατίας από τις υπηρεσίες του Υπουργείου σε ιδιωτικές εταιρίες θα πρέπει να συμπληρωθεί (ίσως μέσω ειδικής ΚΥΑ) με κριτήρια, όρους και τρόπους ελέγχου. Δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στα γενικά ελεγκτικά πρότυπα. Ακόμη δεν αναφέρεται εάν ο έλεγχος αυτός θα έχει κάποια αμοιβή (που μάλλον θα έχει) και ποιος θα την καταβάλει.

• Στο ίδιο άρθρο: «…Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα επενδυτικά σχέδια του ν. 3908/2011, του ν. 3299/2004 και του ν. 2601/1998.» Να προβλεφθεί και ανάλογη παράταση της ισχύος των σχετικών αποφάσεων οι οποίες λήγουν (ένα μεγάλο μέρος στις 30.9.2019 και οι υπόλοιπες στις 31.12.2019).

Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ανατίθεται σε ιδιωτικές εταιρίες ορκωτών και έκθεση ελέγχου περί ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης, υπογεγραμμένη από ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία που είναι εγγεγραμμένος/η στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του ν. 4449/2017 και που διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη επαγγελματικής ευθύνης ποσού τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ανά συμβάν και συνολικού ποσού τουλάχιστον 5.000.000 ευρώ ετησίως. Τα ποσά που αναφέρονται μπορούν να καλυφθούν μόνο από τις μεγάλες εταιρίες ορκωτών. Η διάταξη γενικά συνιστά παρέμβαση στον ανταγωνισμό και συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος για τους επενδυτές. Θα μπορούσε π.χ. το απαιτούμενο ύψος ασφαλιστικής κάλυψης να είναι ένα ποσοστό του ύψους της επένδυσης για να μην επιβαρυνθούν δυσανάλογα οι μικρότεροι επενδυτές.

Εργασιακές διατάξεις, "Εργάνη" & Μερική απασχόληση

Άρθρο 53: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου αυτού οι συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις και επιχειρήσεις με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η διάταξη κρίνεται καταρχήν θετικά. Εισάγει στο ελληνικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων τη δυνατότητα συμπερίληψης στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συμβατικών ρητρών εξαίρεσης ή απόκλισης (opening clauses), οι οποίες έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά στο πλαίσιο της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Ιταλία). Η ρύθμιση έχει το πλεονέκτημα ότι κάνει πιο ευέλικτες τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με πρωτοβουλία των ίδιων των συμβαλλομένων εργοδοτών και εργαζομένων, προσαρμόζοντάς τις στις ειδικές συνθήκες συγκεκριμένων επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας (ΚοινΣΕπ κλπ.), νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και προβληματικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, όπως είναι διατυπωμένη, παραμένει αόριστη, ενώ ο νομοθέτης πρέπει για λόγους ασφάλειας δικαίου να ορίσει σαφώς το πλαίσιο της ρύθμισης το οποίο θα εξειδικεύεται (και δεν θα τίθεται το πρώτον) με την Υπουργική Απόφαση. Ειδικότερα επισημαίνουμε ότι ομαδοποιούνται συλλήβδην μια σειρά καθεστώτων και διαδικασιών (προπτωχευτικών, εξωπτωχευτικών και πτωχευτικών) που αφορούν μεν νομικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα αλλά θέτουν διαφορετικές προϋποθέσεις κατά περίπτωση για την υπαγωγή των τελευταίων σε αυτές. χωρίς καμία παραπομπή στη νομοθεσία που τις θεσπίζει και τις ρυθμίζει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης. Για παράδειγμα, αναφέρονται οι διαδικασίες «συνδιαλλαγής», θεσμός ο οποίος εισήχθη με το πρώτο κείμενο του ν. 3588/2007 περί πτωχευτικού κώδικα και προέβλεπε την υπαγωγή σε αυτόν κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου με ικανότητα πτώχευσης, αλλά χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών και με αποδεδειγμένη παρούσα ή προβλέψιμη οικονομική αδυναμία, ο οποίος δεν κρίθηκε επιτυχημένος και καταργήθηκε το 2011.

Περαιτέρω, με τη συμπερίληψη όλων αυτών των διαδικασιών το πεδίο εφαρμογής της διάταξης καθίσταται εξαιρετικά ευρύ, με κίνδυνο να οδηγήσει σε καταστρατήγηση της ρύθμισης από επιχειρήσεις που ξεκινούν εικονικά τέτοιες διαδικασίες, ιδίως εξωδικαστικές, με σκοπό να εξαιρεθούν από την εφαρμογή όρων ΣΣΕ. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε να μπορούν να εξαιρούνται από την εφαρμογή μιας συλλογικής σύμβασης μόνο οι επιχειρήσεις που υπάγονται σε πτωχευτικές, προπτωχευτικές ή παραπτωχευτικές διαδικασίες που διεξάγονται ενώπιον του αρμοδίου (πτωχευτικού) δικαστηρίου ή επικυρώνονται απ’ αυτό και αφού έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση ή επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης ή άλλης εξωδικαστικής συμφωνίας. Προβλέπεται εξάλλου δεύτερου βαθμού νομοθέτηση με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα εξειδικεύσει τα κριτήρια εξαίρεσης. Θεωρούμε ότι ο κοινωνικός διάλογος επί του σχεδίου της απόφασης και πριν την έκδοσή της είναι απαραίτητος.

Άρθρο 54: Ι. Στην προτεινόμενη νέα παράγραφο 4 του άρθρου 6 ν. 1876/1990 προβλέπεται ότι όλες οι οργανώσεις των εργοδοτών και ειδικά αυτές που συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή/και ορίζουν εκπροσώπους τους στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας πρέπει να εγγράφονται στο Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων

Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών του Υπουργείου, που τηρείται στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ.

Ειδικά για το Μητρώο Εργοδοτών αναφέρεται ότι για κάθε οργάνωση πρέπει να καταχωρούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

α) το καταστατικό της οργάνωσης και οι τροποποιήσεις του,

β) ο αριθμός των μελών που έλαβαν μέρος στις εκλογές για ανάδειξη διοίκησης,

γ) η σύνθεση των οργάνων διοίκησης,

δ) η έδρα και τα στοιχεία επικοινωνίας,

ε) ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί κάθε μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης και

στ) οι οικονομικές της καταστάσεις, εφόσον υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδότησης στην ίδια την οργάνωση ή στις συνδεδεμένες με αυτήν οντότητες. Εδώ οι επισημάνσεις μας έχουν ως εξής:

1. Γενική Παρατήρηση: Η ΕΣΕΕ αποτελεί εθνικό κοινωνικό εταίρο, από κοινού με τον ΣΕΒ, τη ΓΣΕΒΕΕ, το ΣΕΤΕ από εργοδοτικής πλευράς, και τη ΓΣΕΕ, από εργατικής πλευράς. Πρόκειται για τις κορυφαίες τριτοβάθμιες οργανώσεις που υπογράφουν την εθνική γενική σσε (ΕΓΣΣΕ). Ο νόμος 1876/1990 δεν αναφέρεται ονομαστικά στις οργανώσεις που έχουν αρμοδιότητα σύναψης της ΕΓΣΣΕ, θέτει όμως ως κριτήριο να πρόκειται για οργανώσεις οι οποίες, αφενός πρέπει να είναι διεπαγγελματικού χαρακτήρα (ως προς την εκπροσώπηση περισσότερων κλάδων επιχειρήσεων και επαγγελμάτων) και αφετέρου να έχουν την ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση, αυτή της πανελλήνιας έκτασης. Οι προαναφερόμενες οργανώσεις πληρούν τα κριτήρια του νόμου και αποτελούν τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, δηλαδή τις οργανώσεις πανελλαδικής εμβέλειας που έχουν μακρά παρουσία και ιστορικό ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και άρα είναι αξιόπιστες και επαρκώς νομιμοποιημένες, ώστε να υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ και να καθίστανται οι κατ’ εξοχήν συνομιλητές της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά και των διεθνών θεσμών σε κεντρικό επίπεδο. Στο πλαίσιο του ρόλου αυτού, οι εθνικοί κοινωνικοί εταίροι υποδεικνύουν εκπροσώπους σε διάφορα όργανα, είτε με γνωμοδοτική είτε με αποφασιστική αρμοδιότητα, στα οποία διεξάγεται ο τριμερής ή διμερής κοινωνικός διάλογος και κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η κοινωνική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Για όλους τους παραπάνω λόγους προτείνουμε η εγγραφή των οργανώσεων των εθνικών κοινωνικών εταίρων στο αντίστοιχο Γενικό Μητρώο εργαζομένων ή εργοδοτών να γίνεται αυτομάτως, χωρίς την υποχρέωση προσκόμισης όλων των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 50 παρ. 4γ) και δ) του Σχ/Ν. Ένα επιπλέον ερώτημα που χρήζει απάντησης έχει να κάνει με τη φύση της ΕΣΣΕ ως εργοδοτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η ΕΣΕΕ αποτελεί Συνομοσπονδία συγκεκριμένου αναγκαστικού πλαισίου, όπως αυτό ορίζεται από το ν. 1712/1987, δυνάμει των διατάξεων του οποίου οργανώνεται και συγκροτείται σε δευτεροβάθμια σωματεία (Ομοσπονδίες) και πρωτοβάθμια σωματεία (Εμπορικούς Συλλόγους). Η δύναμή της συνολικά είναι 16 Ομοσπονδίες και 330 Εμπορικοί Σύλλογοι. Κάθε Ομοσπονδία και κάθε Σύλλογος μπορούν εν δυνάμει να υπογράψουν τοπική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση (σύμφωνα με τις παρ. 1β, 1ε και 7 άρθρου 3 ν. 1876/1990). Αυτό σημαίνει ότι στο Μητρώο των Εργοδοτών πρέπει να εγγραφεί η ΕΣΕΕ και κάθε σωματείο της ξεχωριστά, ήτοι πρέπει να γίνουν 347 διαφορετικές εγγραφές; Αυτό δε ακόμα και εάν –στην πράξηέχουν τα ίδια μέλη, η κάθε οργάνωση αυτοτελώς και για λογαριασμό της;

Περαιτέρω, οι επιχειρηματίες μέλη μας έχουν παράσχει οικειοθελώς τα στοιχεία τους, επάνω στο καταστατικό πλαίσιο της εκπροσώπησης και υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Υφίσταται ο κίνδυνος, να θεωρήσουν οι ίδιοι ότι, ένα πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεγκτικά, δεν ανήκει στην εξουσιοδότηση που μας έχουν παράσχει οικειοθελώς (με την εγγραφή τους) για την επεξεργασία των στοιχείων τους και εμπίπτει στους περιορισμούς περί προσωπικών δεδομένων. Γενικότερα εγείρεται το ζήτημα του κατά πόσον τα δεδομένα που πρόκειται να περιληφθούν στο Μητρώο συλλέγονται για καθορισμένο και σαφή σκοπό (δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ο στόχος τον οποίο εξυπηρετούν π.χ. τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας ενόψει της επέκτασης των ΣΣΕ), ώστε να αξιολογηθεί και κατά πόσον είναι κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά σε σχέση με τον εν λόγω σκοπό, όπως απαιτεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα (ΓΚΠΔ).

Ένα τέτοιο σενάριο θέτει εντέλει ερωτήματα νομιμότητας του συγκεκριμένου Μητρώου, ενώ μπορεί παράλληλα να αποτελέσει όχημα για μαζικές αποχωρήσεις των μελών μας από τους Συλλόγους που ανήκουν. Επομένως, θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή, όπως έχει διατυπωθεί, συνιστά εν δυνάμει παρέμβαση σε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης, τα οποία άπτονται της αυτονομίας της οργάνωσης, και εγείρει ζήτημα συμβατότητας με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 12 του Συντάγματος). Στο πλαίσιο της ελευθερίας αυτής το Κράτος πρέπει να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια που πλήττει άμεσα ή έμμεσα τις σχέσεις της οργάνωσης με τα μέλη της, οι οποίες ρυθμίζονται από το καταστατικό της, το πλαίσιο του ν. 1712/1987 και τις διατάξεις του ΑΚ για τα σωματεία (ΑΚ 78 επ.), οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά.

2. Επί του στοιχείου β’: Ο συντάκτης του σχεδίου νόμου, στην απαίτησή του για αναγραφή των ψηφισάντων της εργοδοτικής οργάνωσης, ξεκινάει προφανώς από την σχετική διατύπωση της παραγράφου 2 άρθρου 6 του ν. 1876/1990, η οποία ορίζει ότι κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας της οργάνωσης των εργαζομένων είναι ο αριθμός των ψηφισάντων κατά τις τελευταίες εκλογές και κατόπιν επεκτείνει αναλογικά την σχετική ρύθμιση και στις εργοδοτικές οργανώσεις.

Η παράλογη αυτή απαίτηση που εξισώνει τα εργοδοτικά με τα εργατικά σωματεία δεν είχε μέχρι τώρα προκαλέσει προβλήματα, καθώς πολύ σπάνια τέθηκε, κατά το παρελθόν, θέμα αμφισβήτησης της εργοδοτικής αντιπροσωπευτικότητας. Η γραμματική ωστόσο εφαρμογή της στο νέο νόμο, στην ουσία αλλοιώνει την πραγματική αντιπροσωπευτικότητα των εργοδοτικών σωματείων, γεννώντας μια σειρά από παράδοξα φαινόμενα. Η ΕΣΕΕ για παράδειγμα (όπως και η ΓΣΕΒΕΕ και η συνομοσπονδία των αυτοκινητιστών) αποτελεί συνομοσπονδία οργανωμένη κατά το πρότυπο που επιβάλλει το οικείο πλαίσιο του ν. 1712/1987 όπως ισχύει. Ο νόμος αυτός (άρθρο 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1α) ορίζει ως δηλωτικό της δύναμης των μελών όλων των σωματείων που υποχρεωτικά εντάσσονται σε αυτόν (πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων) το μητρώο των μελών τους και όχι τον πίνακα των ψηφισάντων. Στην ουσία εδώ θα έχουμε σύγκρουση δύο κανόνων δικαίου που ορίζουν την αντιπροσωπευτικότητα με διαφορετικό τρόπο. Θεωρούμε σε κάθε περίπτωση ότι κατισχύει η διάταξη του ν. 1712/1987 ως ειδικότερη. Η λύση δε που προτείνει ο ν. 1876/1990 δημιουργεί και άλλα δυσχερή στην απάντηση ερωτήματα: Τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που δεν ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές παύουν de facto να είναι μέλη τους; Αυτό δε, ενώ είναι ενήμερα και εξακολουθούν να απασχολούν εργαζόμενους; Και τι γίνεται με τις εμπορικές εταιρείες που, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1712/1987, εμμέσως και όχι αμέσως εκπροσωπούνται στους Εμπορικούς Συλλόγους, μέσω των στελεχών της διοίκησης; Αφού δεν εγγράφονται αυτοτελώς, δεν θα υπολογίζονται στην αποτίμηση της αντιπροσωπευτικότητας; Επίσης, ως γνωστόν, η συλλογική σύμβαση που υπογράφει μία οργάνωση και δεν επεκτείνεται, ισχύει μόνο για τα μέλη της. Ποια μέλη της λοιπόν; Μόνο για τους ψηφίσαντες, αφού αυτοί περιλαμβάνονται στο μητρώο εργοδοτών; Μόνο αυτούς υποθετικά θα ελέγχει η Επιθεώρηση Εργασίας για την τήρηση της συλλογικής σύμβασης; Επιπλέον, τι θα γίνει με τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι κινούνται συχνά από το καθεστώς του αυτοαπασχολούμενου στο καθεστώς του εργοδότη και τανάπαλιν;

Επειδή με το ισχύον αλλά και το προτεινόμενο πλαίσιο, όλα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν απάντηση, θεωρούμε ότι πρέπει να ανατραπεί η συλλογιστική του άρθρου 2 του ν. 1876/1990 και να σταματήσει να κρίνεται η αντιπροσωπευτικότητα των εργοδοτικών οργανώσεων από τον αριθμό των ψηφισάντων κατά τις τελευταίες εκλογές τους για όργανα διοίκησης. Βασικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικότητας μιας οργάνωσης, θα πρέπει να είναι το ισχύον συνολικό μητρώο των μελών της, με την εξαίρεση των εθνικών κοινωνικών εταίρων, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν ιδιαίτερη δυσκολία στην καταγραφή όλων των μελών τους σε όλη την Ελλάδα και άρα θα πρέπει να εξαιρούνται της σχετικής υποχρέωσης, με βάση και το σκεπτικό που αναπτύξαμε στις εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του συγκεκριμένου άρθρου . Παράλληλα, στην προβλεπόμενη Υπουργική Απόφαση θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ποια είναι ακριβώς τα μέλη κάθε οργάνωσης, καθώς οι υπερκείμενες εργοδοτικές οργανώσεις δεν έχουν ως μέλη επιχειρήσεις και επιχειρηματίες αλλά Συλλόγους και Ομοσπονδίες. Τελειώνοντας τα σχόλιά μας επί της παραγράφου β΄, είναι σαφές ότι η υποχρέωση ανάρτησης των μητρώων από τις εργοδοτικές οργανώσεις εξυπηρετεί ουσιαστικά μόνο την απαίτηση του νόμου για την επέκταση της συλλογικής σύμβασης που θα καλύπτει το 50% των εργαζομένων του κλάδου. Θα πρέπει επομένως να ελεγχθεί ενόψει αυτού του σκοπού εάν η απαίτηση να προσκομίζονται όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 4.

γ) είναι αναγκαία, πρόσφορα και κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν ή μήπως είναι υπερβολικά. Στο σημείο αυτό, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τις διατάξεις που εισάγονται με το άρθρο 56 του σχεδίου νόμου, οι οποίες για την επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης ζητούν πλέον ειδική τεκμηρίωση της αναγκαιότητάς της, καθώς και των επιπτώσεών της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, στη λειτουργία του ανταγωνισμού και στην απασχόληση. Δεδομένου δε ότι είναι δύσκολο, έως αδύνατο να τεκμηριωθούν σχετικά οι λόγοι αυτοί, το κριτήριο της μέτρησης του 50% των εργαζομένων του κλάδου προσλαμβάνει πλέον δευτερεύουσα σημασία. Αντίστοιχα λοιπόν, προτείνουμε να προσκομίζουν τα μητρώα των μελών τους, μόνο οι εργοδοτικές οργανώσεις που συμβάλλονται σε σύμβαση, η οποία κρίθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας ότι πληροί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις και άρα προχωράει στο επόμενο στάδιο για την κρίση ή μη της επεκτασιμότητάς της.

3. Επί του στοιχείου ε΄: Στην συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται ότι, στην μερίδα της κάθε Οργάνωσης Εργοδοτών θα αναγράφεται ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί κάθε μέλος της. Η διάταξη μπορεί να μοιάζει εύλογη, όμως, εφόσον φανταζόμαστε ότι η καταγραφή αυτή δεν θα γίνει εφάπαξ αλλά αντίθετα θα είναι περιοδική, στην πράξη θα επιβάλλει στις εργοδοτικές οργανώσεις ένα δυσβάστακτο γραφειοκρατικό βάρος και ένα συνεχή κίνδυνο να βρίσκονται στο τέλος ασυνεπείς, χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

Το βάρος έγκειται στην υποχρέωσή τους να διατηρούν ειδικά τμήματα συνεχούς καταγραφής των εργαζομένων των μελών τους, ώστε να ανταποκρίνονται στην εκ του νόμου απαιτούμενη υποχρέωσή τους. Ο υπαρκτός κίνδυνος είναι να μην αντιστοιχούν τα ευρήματά τους στην πραγματικότητα, αφού η κινητικότητα στην σημερινή αγορά εργασίας είναι μεγάλη και μεταβάλλεται καθημερινά.

4. Επί του στοιχείου στ΄: Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι σχέση έχει με την εργοδοτική ιδιότητα και την ικανότητα άσκησης συλλογικών διαπραγματεύσεων και υπογραφής συλλογικής σύμβασης, η υποχρέωση της εργοδοτικής οργάνωσης να αναρτά τις οι οικονομικές της καταστάσεις, όταν υφίστανται κρατικές ή συγχρηματοδοτούμενες πηγές χρηματοδότησης στην ίδια την οργάνωση ή στις συνδεδεμένες με αυτήν οντότητες. Ειδικά σε ότι αφορά την ΕΣΕΕ, απολογιστικά στοιχεία ως προς τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα που πραγματοποιεί, αποστέλλονται τακτικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ οι σχετικές δαπάνες αναρτώνται στην ΔΙΑΥΓΕΙΑ, η δε χρηματοδότηση των Ινστιτούτων της από τον ΛΑΕΚ συνοδεύεται από την υποβολή ετήσιων απολογιστικών στοιχείων προς τον ΟΑΕΔ. Κατά συνέπεια, η σχετική υποχρέωση απλά θα σημάνει για την οργάνωσή μας ένα αχρείαστο γραφειοκρατικό βάρος και για το λόγο αυτό, προτείνουμε να εξαιρεθούμε από την σχετική υποχρέωση, ως εθνικοί κοινωνικοί εταίροι.

Προβλέπεται και στην περίπτωση του Μητρώου Εργοδοτών, δεύτερου βαθμού νομοθέτηση με την έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα εξειδικεύσει τα κριτήρια. Και εδώ θεωρούμε ότι ο κοινωνικός διάλογος επί του σχεδίου της απόφασης και πριν την έκδοσή της πρέπει να είναι αυτονόητος.

ΙΙ. Παράλληλα με τα παραπάνω, στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων και λοιπών οργάνων διοίκησης Οργανώσεων Εργοδοτών λαμβάνονται με ψηφοφορία, η οποία μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο και με όρους που διασφαλίζουν την διαφάνεια και τη μυστικότητα, όπως θα ορίζεται από το καταστατικό αυτής ή το αρμόδιο όργανο διοίκησης. Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει δηλαδή, ότι οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των οργανώσεων των εργοδοτών μπορεί να λαμβάνονται και με ηλεκτρονική ψήφο και μάλιστα, ο συγκεκριμένος τρόπος λήψης απόφασης μπορεί να επαφίεται μόνο στο αρμόδιο όργανο διοίκησης, ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο. Το –αξεπέραστο μάλλονπρόβλημα, ειδικά με οργανώσεις σαν την ΕΣΕΕ είναι ότι το πλαίσιο που τις διέπει, δηλαδή αυτό του ν. 1712/1987, ουσιαστικά απαγορεύει την ηλεκτρονική ψηφοφορία.

Ειδικότερα, το άρθρο 5 του ν. 1712/1987 επιβάλλει συγκεκριμένη απαρτία παρόντων στις Γενικές Συνελεύσεις (παρ. 4), μυστική ψηφοφορία σε ειδικά θέματα (παρ. 5), λήψη αποφάσεων με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων (παρ. 5) και απαγόρευση εξουσιοδότησης τρίτου για την συμμετοχή στα όργανα διοίκησης και στις ψηφοφορίες (παρ. 6).

Αντίστοιχες διατάξεις προβλέπονται και για το Διοικητικό Συμβούλιο, όπου ο νόμος ορίζει ότι βρίσκεται σε απαρτία, όταν είναι παρόντα τα μισά συν ένα μέλη του και οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων (άρθρο 6 παρ. 1 ν. 1712/1987).

Όπως είναι αυτονόητο, μοιραία και εδώ θα έχουμε σύγκρουση κανόνων δικαίου ως προς την ρύθμιση ενός και του αυτού πράγματος και ενδεχομένως αχρείαστες αμφισβητήσεις της νομιμότητας των αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων μεγάλης μερίδας των εργοδοτικών οργανώσεων.

Άρθρο 55: Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού εισάγεται περιπτωσιολογία προνομίου των επιχειρησιακών συμβάσεων απέναντι στις κλαδικές. Για να υπερισχύσει ωστόσο η επιχειρησιακή σύμβαση θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η ύπαρξη κάποιου προπτωχευτικού ή πτωχευτικού σταδίου. Η διάταξη κρίνεται καταρχήν θετικά. Ωστόσο ισχύουν και εδώ οι παρατηρήσεις που διατυπώσαμε στο άρθρο 49 αναφορικά με την οριοθέτηση και των περιορισμό των επιχειρήσεων που δύνανται να υπαχθούν στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επ’ ευκαιρία ωστόσο της κρινόμενης διάταξης, θεωρούμε ότι είναι καιρός να επαναφέρουμε ένα παλιό μας αίτημα: Την έναρξη διαλόγου για την αναγκαιότητα ύπαρξης των ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Είχε στο παρελθόν εμφανιστεί το φαινόμενο, βάσει της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, να εφαρμόζουν τα λογιστήρια των επιχειρήσεων μαζί με την κλαδική σύμβαση και πολλές ομοιοεπαγγελματικές, που μοιραία προκαλούσαν προβλήματα και αχρείαστη σύγχυση τόσο στους εργαζόμενους όσο και στους εργοδότες.

Άρθρο 56: Η επέκταση είναι ένας πολύ χρήσιμος θεσμός, που καλείται να θεραπεύσει το χαμηλό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων ενός κλάδου ή μιας επαγγελματικής ειδικότητας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στην Ελλάδα μετά τις σωρευτικές νομοθετικές παρεμβάσεις στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, μειώθηκε σημαντικά το ποσοστό των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ (βλ. Ετήσια Έκθεση ΟΜΕΔ 2017). Επιπλέον, η αναστολή μέχρι και πρόσφατα του θεσμού της επέκτασης οδήγησε σε δραματική μείωση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτεται από ΣΣΕ. Επισημαίνεται ότι διεθνή κείμενα, όπως οι ΔΣΕ και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, τα οποία κατοχυρώνουν την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αναφέρονται στην υποχρέωση του Κράτους να προάγει και να ενθαρρύνει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, υιοθετώντας εν ανάγκη θετικά μέτρα αντιμετώπισης του ελλείμματος κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνεται και η επέκταση. Το νομοσχέδιο βαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση, υπονομεύοντας τον θεσμό καθώς, δυσχεραίνει κατά πολύ, άλλως παραλύει, τη δυνατότητα επέκτασης της συμφωνημένης συλλογικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, η οργάνωση που ζητάει την επέκταση (είτε εργοδοτική, είτε εργατική) θα πρέπει να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.

Τα ως άνω προαπαιτούμενα έχουν εν πολλοίς υποκειμενικό περιεχόμενο, όπως υποκειμενική είναι και η διαδικασία που ακολουθεί την τεκμηρίωση και την αίτηση (η οργάνωση πρέπει να πείσει το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, το οποίο με τη σειρά του πρέπει να πείσει τον Υπουργό). Στο πλαίσιο αυτό, η τεκμηρίωση έχει σημαντικές δυσκολίες και σπάνια θα ανταποκρίνεται στις σχετικές απαιτήσεις, καθιστώντας την επέκταση εν τοις πράγμασι αδύνατη. Τα σωρευτικά κριτήρια που υιοθετεί η προτεινόμενη ρύθμιση είναι υπερβολικά, αντιφατικά και δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο νομοθέτης πρέπει να καταλήξει ποιο μοντέλο επέκτασης επιθυμεί να θεσπίσει: Είτε θα προκριθεί η ανάγκη επέκτασης μιας ΣΣΕ σε συγκεκριμένο κλάδο για λόγους μεγέθους ή/και σημασίας του για την εθνική οικονομία ή για λόγους ανταγωνιστικότητας ή αποφυγής κοινωνικού dumping κλπ. (όπως γίνεται σε χώρες όπως η Γαλλία όπου η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι πολύ χαμηλή 8%, αλλά για τους παραπάνω λόγους η επέκταση είναι γενικευμένη, ανερχόμενη περίπου στο 95% ), είτε θα ληφθεί υπόψη ο αριθμός των εργαζομένων σε επιχειρήσεις του κλάδου που είναι μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων, εφόσον το ζητούμενο είναι η πραγματική δύναμη εκπροσώπησης μιας οργάνωσης. Η σώρευση των παραπάνω κριτηρίων οδηγεί σε υπερβολικά και δυσανάλογα αποτελέσματα, εγείροντας ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και τις διεθνείς πηγές (ΔΣΕ, ΕΚΧ). Επειδή λοιπόν, τα κριτήρια που εισάγονται στην ουσία ακυρώνουν οποιαδήποτε προοπτική επέκτασης και επιπλέον, θεωρούμε το περίφημο όριο κάλυψης του 50% των εργαζομένων του κλάδου ως ξεπερασμένο και εν πολλοίς άχρηστο, επανερχόμαστε στις πάγιες επί του θέματος προτάσεις μας, που έχουν ως εξής: - Αντικατάσταση του κριτηρίου κάλυψης του 50% με αντικειμενικά δεδομένα, όπως η γενικότερη εκτίμηση της πορείας και οι γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στον κλάδο και επιβάλλουν την επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης. - Εξαίρεση των πανελλαδικών οργανώσεων/κοινωνικών εταίρων από το 50% και άμεση επέκταση όλων των συμβάσεων που συμφωνούν και υπογράφουν.

Άρθρο 57: Με το άρθρο 57, η μονομερής προσφυγή στην διαιτησία μπορεί να εφαρμοστεί μόνο: • Στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. • Εκεί όπου οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν οριστικά και η υποχρεωτική επίλυση επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας.

Η ρύθμιση αυτή ταυτίζεται με τις διαχρονικές θέσεις της ΕΣΕΕ, η οποία πάντοτε ζητούσε περιορισμό της διαιτησίας (σύμφωνα και με τις διατάξεις του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη), προς όφελος των απευθείας συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας της μεσολάβησης. Είναι γνωστό ότι αναφορικά με την παραπομπή σε υποχρεωτική διαιτησία, η νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ) που παρακολουθεί την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ) είναι αυστηρή, επάνω στο σκεπτικό ότι νοθεύει τις εκούσιες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η ΕΕΚΔ θεωρεί ότι οποιαδήποτε μορφή υποχρεωτικής προσφυγής στη διαιτησία συνιστά παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6(3) του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΑΕΚΧ), όταν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει είτε σε ένα από τα μέρη να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου, είτε στην κυβέρνηση ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία χωρίς τη συγκατάθεση ενός μέρους ή και των δύο. Ένας τέτοιος περιορισμός επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο Ζ (1) ΑΕΚΧ (Συμπεράσματα 2006, Πορτογαλία, σ. 681). Εκτιμούμε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση εμπίπτει στις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις (λόγους δημοσίου συμφέροντος) και πληροί τα κριτήρια της αναλογικότητας και επομένως θα επιτρέψει στη ελληνική κυβέρνηση να άρει την επιφύλαξή της στο άρθρο 6 του ΕΚΧ όσον αφορά τον εκούσιο χαρακτήρα της διαιτησίας. Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι δεν προσκρούει στην σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση ΣτΕ Ολ 2307/2014), καθώς διατηρεί το καθεστώς της υποχρεωτικής διαιτησίας, περιορίζοντάς την στις περιπτώσεις όπου πραγματικά έχει αξία και αποτελεί την ύστατη λύση.

Άρθρο 59: Η ανάγκη αντιστροφής της καταγεγραμμένης το τελευταίο χρονικό διάστημα τάσης, όσον αφορά στην επικράτηση των ευέλικτων μορφών εργασίας έναντι των αντίστοιχων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, συνιστά ένα σημείο όπου έχει επανειλημμένως εστιάσει η ΕΣΕΕ. Παρόλα αυτά, αν και κατανοούμε την πρόθεση καταπολέμησης της υποδηλωμένης εργασίας, η προσαύξηση κατά 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα παρεχόμενης εργασίας του απασχολουμένου με καθεστώς μερικής απασχόλησης - θα διογκώσει σημαντικά το κόστος των εργοδοτών. Η πρόσληψη προσωπικού με καθεστώς μερικής απασχόλησης αποσκοπεί στην κάλυψη αναγκών της επιχείρησης που είτε δεν θεωρούνται πάγιες ή διαρκείς, είτε είναι έκτακτου χαρακτήρα και συνεπώς δεν θα πρέπει να τυγχάνει της γενικής απόρριψης και απαξίωσης. Η διάταξη δρα αποτρεπτικά για τον εργοδότη που επιδιώκει να καλύψει έκτακτες ανάγκες και ο οποίος ενδέχεται να καταφύγει σε άλλες συμβατικές μορφές απασχόλησης (σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών) ανατρέποντας τον σκοπό του νομοθέτη. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η μερική απασχόληση δεν μπορεί να επιβληθεί μονομερώς στον εργαζόμενο αλλά προϋποθέτει τη συναίνεσή του τόσο για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης όσο και για την μετατροπή της από πλήρους σε μερικής απασχόλησης. Ο νομοθέτης φαίνεται να θεωρεί ότι οποιαδήποτε υπέρβαση της αρχικής συμφωνίας για μειωμένο ωράριο γίνεται για να καταστρατηγήσει τη νομοθεσία. Αγνοεί την περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επιθυμούν ιδία βουλήσει να επεκτείνουν το μειωμένο ωράριο που έχει συμφωνηθεί λόγω έκτακτων αναγκών ή απρόοπτων συνθηκών. Η ρύθμιση δρα αποτρεπτικά και ως προς την κατεύθυνση αυτή εισάγοντας έμμεσο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας. Θα πρέπει να εξεταστούν και άλλα μέτρα καταπολέμησης της υποδηλωμένης εργασίας και να μην εξαντλείται η νομοθετική πολιτική στην στοχοποίηση μονίμως των ίδιων (και εκτενώς ρυθμισμένων ήδη από τη δεκαετία του 1990) ευέλικτων μορφών απασχόλησης που, ας σημειωθεί, καλύπτουν υπαρκτές ανάγκες ομάδων του πληθυσμού, όπως οι νέοι, οι φοιτητές, οι γυναίκες, οι εργαζομένων σε προσυνταξιοδοτικό στάδιο που επιλέγουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο. Το πρόβλημα της υποδηλωμένης εργασίας αναμένεται να αντιμετωπιστεί άμεσα όταν εφαρμοστεί (ηλεκτρονικό ή άλλο) σύστημα μέτρησης του ημερήσιου χρόνου εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης του ωραρίου, διαλείμματα, διακοπές και άδειες) σε κάθε επιχείρηση, όπως έχει προαναγγείλει το Υπουργείο Εργασίας και όπως επιβάλλεται από την πρόσφατη απόφαση του Δ.Ε.Ε. C-55/18 CCOO, προκειμένου να είναι συμβατή η ελληνική νομοθεσία με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2003/88.

Ένα μέτρο εξάλλου το οποίο θα μπορούσε να συνδράμει αποφασιστικά στην καταπολέμηση της υποδηλωμένης εργασίας και έχει επανειλημμένως αποτυπωθεί στα υπομνήματα θέσεων της ΕΣΕΕ προς το υπουργείο Εργασίας, είναι το μείζον ζήτημα της μείωσης των υπέρμετρων εργοδοτικών εισφορών. Ο αδικαιολόγητα υψηλός συντελεστής 24,81% επί των μεικτών αποδοχών του εργαζομένου, συνιστά κύριο ανασταλτικό παράγοντα στην ευκολία πραγματοποίησης προσλήψεων από πλευράς των επιχειρηματιών και δη των πολύ μικρών και μικρών, οι οποίοι αναπτύσσουν στενότερες και φιλικότερες σχέσεις με το υπαλληλικό τους προσωπικό. Ευελπιστούμε, πως με το πέρας του α΄ εξαμήνου του 2020 θα καταστεί εφικτή η υλοποίηση ενός αιτήματος της αγοράς που θα βελτιώσει αισθητά την αγορά εργασίας και θα συμβάλλει στη δημιουργία παραγωγικότερων θέσεων απασχόλησης και θα έχει πεδίο εφαρμογής τόσο για μισθωτούς όσο και για εργοδότες.

Άρθρο 60: Η υποχρεωτική ένταξη των απασχολουμένων που αμείβονται με εργόσημο στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» δεν θεωρούμε πως θα συνεισφέρει ουσιαστικά στην ποιοτική αναβάθμιση του συστήματος, καθώς στην πραγματικότητα αναιρείται ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης μορφής ασφάλισης, η οποία καλύπτει έκτακτες ή περιστασιακές ανάγκες του επιχειρηματία. Παράλληλα, μεταφέρουμε και τις επιφυλάξεις των συναδέλφων μας που δραστηριοποιούνται στις απομακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές και στους μικρούς οικισμούς, οι οποίοι είναι παράλληλα ενταγμένοι στο μητρώο αγροτών. Το σύνολό τους δεν διαθέτει λογιστή για την καταχώρηση και οι εργασίες γης, που κατά κανόνα καλύπτονται από το εργόσημο, συνιστούν ειδική κατηγορία, που επηρεάζονται από απρόβλεπτα στοιχεία όπως οι καιρικές συνθήκες, η προσωπική κόπωση και άλλα, τα οποία καθιστούν την αποτύπωση της σχετικής εργασίας στο ΕΡΓΑΝΗ άκρως προβληματική. Προτείνουμε, τα στοιχεία που θέλει το Υπουργείο για την αποτύπωση της εργασίας του εργοσήμου να μην τα αναζητεί από τους εργοδότες αλλά από τους πιστοποιημένους φορείς μέσω των οποίων γίνεται η έκδοση και εξαργύρωσή του (ΕΛΤΑ – Τράπεζες).

Περαιτέρω, η παράλληλη ένταξη και όσων ελεύθερων επαγγελματιών αμείβονται με «μπλοκάκι» (απασχόληση σε έως δύο εργοδότες - παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει), δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, από τη στιγμή που οι συγκεκριμένοι απασχολούμενοι καταχωρούνται αναλυτικά στα αρχεία του ΕΦΚΑ (ηλεκτρονική πλατφόρμα).

Απώτερος στόχος του ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» θα πρέπει να είναι η εξαγωγή όσο το δυνατόν περισσότερο ομογενοποιημένων και αναλυτικότερων στοιχείων για την ερμηνεία των σύγχρονων τάσεων της αγοράς εργασίας και ως προς αυτή την κατεύθυνση η ΕΣΕΕ έχει καταθέσει ένα πλήρως κατατοπιστικό και τεκμηριωμένο κείμενο βελτιωτικών θέσεων.

Άρθρα 65 και 66: Οι διατάξεις των άρθρων αυτών αφορούν τον έλεγχο της αδήλωτης εργασίας.

Πρώτον, αφαιρούν το τεκμήριο των 3 μηνών τουλάχιστον διάρκειας της σύμβασης που ίσχυε πριν για κάθε περίπτωση αδήλωτης εργασίας που συλλαμβανόταν.

Δεύτερον, ελαττώνουν τις επιλογές του εργοδότη όσον αφορά τον συμψηφισμό του προστίμου των 10.500 € με δηλωμένη εργασία. Αφήνουν πλέον μόνο μια επιλογή, αυτήν της πρόσληψης για 12 μήνες με μείωση του προστίμου στα 2.000 € (από 3.000 € που ήταν πριν).

Τρίτον, μειώνουν το πρόστιμο από τα 7.000 € στα 5.000 € για τις εποχικές επιχειρήσεις, που θα προσλάβουν τον αδήλωτο εργαζόμενο με σύμβαση διάρκειας 3 μηνών.

Η αποτίμηση των διατάξεων είναι θετική και κάνει πιο ορθολογικό το σύστημα συμμόρφωσης. Ωστόσο, το πρόστιμο εξακολουθεί να είναι μεγάλο και εμείς εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι θα πρέπει να συμψηφίζεται στο σύνολό του με κανονική εργασία και με την παράλληλη διατήρηση βέβαια των περιορισμών στις απολύσεις προσωπικού. Η αυστηρότητα του νόμου θα πρέπει πραγματικά να επιφυλάσσεται μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται υποτροπή της επιχείρησης.

Άρθρο 69: Η ΕΣΕΕ έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ της επιβράβευσης των συνεπών, ως προς τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, επιτηδευματιών αλλά ταυτόχρονα προτρέπει προς συμμόρφωση με τις κείμενες ασφαλιστικές διατάξεις και όσους αποκλίνουν από την υφιστάμενη νομοθεσία. Εντούτοις, η επιβολή «ηλεκτρονικής φραγής» στην υποβολή των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ), όταν ένας εργοδότης δεν καταβάλλει με συνέπεια τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, αποτελεί ένα «οριζόντιο» και άδικο μέτρο το οποίο θα δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Καταρχήν, ο λόγος αδυναμίας υποβολής των απαιτούμενων στοιχείων, είναι πολύ πιθανόν να μην εδράζεται στα ίδια αίτια για όλους τους υπόχρεους, μία παράμετρος που δεν μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο. Ως αποτέλεσμα, η επίδειξη μεγαλύτερης ανοχής για εκείνους που μπορούν να αποδείξουν πως η ασυνέπειά τους αποδίδεται σε πρόσκαιρου χαρακτήρα τεχνικές ή μη αδυναμίες, κρίνεται ως επιβεβλημένη, σε σύγκριση βεβαίως με όσους συστηματικά και εκ προθέσεως δεν ανταποκρίνονται στη συγκεκριμένη υποχρέωση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα μικρών εποχιακών και τουριστικών επιχειρήσεων που στην αρχή της κάθε σαιζόν εμφανίζονται να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ προχωρούν στις συνολικές πληρωμές στους επόμενους μήνες με τις καλύτερες εισπράξεις. Ερωτάται, τι όφελος θα έχει ο ΕΦΚΑ εάν προχωρήσει στην φραγή των επιχειρήσεων αυτών;

Στην ουσία, ο αποκλεισμός του συστήματος για τους εν λόγω επιχειρηματίες, το οποίο βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΕΑΟ, όχι μόνο απενεργοποιεί, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, τη δραστηριότητα της επιχείρησης αλλά επιφέρει προβλήματα και στους ίδιους τους εργαζομένους/μισθωτούς. Κι αυτό γιατί δεν αναγνωρίζεται ο χρόνος ασφάλισής τους μέχρι τη οριστική διευθέτηση του ζητήματος, με συνέπεια τη διατάραξη των αρμονικών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και με τα παράπονα των δεύτερων να είναι έντονα και επίμονα. Η αναστολή χρήσης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του ΕΦΚΑ θα επιβαρύνει την καθημερινότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες θα επωμιστούν ένα ακόμη αχρείαστο βάρος.

Εάν το Υπουργείο επιμένει στην διατήρηση της φραγής, τουλάχιστον ας θέσει συγκεκριμένο αριθμό ΑΠΔ για τις οποίες δεν έχει γίνει πληρωμή ή ύψος (μεγάλου) χρηματικού ποσού, που θα ενεργοποιούν την εφαρμογή της.

Άρθρο 70: Αδιαμφισβήτητα είναι θετική η πρόβλεψη του άρθρου 70, με σημείο αναφοράς τον ν. 4611/2019 (ρύθμιση των 120 δόσεων προς τα Ασφαλιστικά ταμεία) που αφορά στην παράταση έως 31/12/2019 για τους επιχειρηματίες που, ενώ έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία, αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο δεύτερο στάδιο υπαγωγής στη ρύθμιση και συνεπώς στην εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της ένταξής τους (διαδικαστικό πρόβλημα από πλευράς ΚΕΑΟ). Ωστόσο, λαμβάνουμε μηνύματα σε καθημερινή βάση από μέλη μας για προσκόμματα και διαδικαστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλοί οφειλέτες στην προσπάθεια ρύθμισης των χρεών τους, εξαιτίας του γεγονότος πως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί και εκκαθαριστεί στον ΕΦΚΑ. Βάσει των παραπάνω, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η χορήγηση γενικευμένης και καθολικής για όλους τους υπόχρεους παράτασης της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής ένταξης στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών από τις 30/9/2019 στις 31/12/2019. Η υλοποίηση του συγκεκριμένου αιτήματος της ΕΣΕΕ κινείται, μεταξύ άλλων και προς το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου και της τόνωσης της ρευστότητας των Ταμείων, ενώ το πλέον σημαντικό είναι το γεγονός πως θα δοθεί η ευκαιρία σε χιλιάδες ασφαλισμένους που έχουν ειλικρινή πρόθεση διευθέτησης των οφειλών τους, να απαλλαγούν από εκκρεμούσες, επί σειρά ετών, επιβαρύνσεις.