Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Γνώμη σχετικά με φορολογικά αντικίνητρα όσον αφορά τη χρήση μετρητών

Φωτογραφία: EPA/Stefan Laub

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑ

EL ECB-PUBLIC

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 20ής Νοεμβρίου 2019 σχετικά με φορολογικά αντικίνητρα όσον αφορά τη χρήση μετρητών (CON/2019/39)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 19 Νοεμβρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε από το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών αίτημα για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με σχέδιο νόμου για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του εθνικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (εφεξής ο «ΚΦΕ») [1] , με σκοπό την περαιτέρω επέκταση των υφιστάμενων φορολογικών αντικινήτρων όσον αφορά τη χρήση μετρητών (εφεξής το «σχέδιο νόμου»).

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται, αφενός, στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης και, αφετέρου, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου [2] , καθώς το σχέδιο νόμου αφορά μέσα πληρωμής. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1. Σκοπός του σχεδίου νόμου

1.1 Σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση, σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η παροχή κινήτρων για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών μέσω της διενέργειας ηλεκτρονικών συναλλαγών με στόχο

i) τη μείωση της φοροδιαφυγής και

ii) τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

1.2 Το σχέδιο νόμου βασίζεται σε ισχύοντα νομοθετικά μέτρα που θεσπίστηκαν το 2016 και προωθούν την ευρύτερη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στην Ελλάδα. Ένα εκ των μέτρων αυτών που παραμένει σε ισχύ [3] προβλέπει ότι το δικαίωμα μείωσης του φόρου εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις συναρτάται προς τη συμμόρφωση του φορολογούμενου με την υποχρέωση εξόφλησης συγκεκριμένου ποσού δαπανών, οριζόμενου ως ελάχιστου ποσοστού του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματός του, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Εφόσον δεν καλύπτεται το ελάχιστο αυτό απαιτούμενο ποσοστό, ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή 22% [4] και ο φορολογούμενος παύει να δικαιούται τις μειώσεις φόρου εισοδήματος, όπως αυτές ισχύουν [5] . Επί του παρόντος το ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή καθορίζεται σε αύξουσα βάση, με εφαρμογή προοδευτικής εισοδηματικής κλίμακας, ως ακολούθως: 10% για εισόδημα από 1 έως 10.000 ευρώ∙ 15% για εισόδημα από 10.001 ως 30.000 ευρώ∙ και 20% για εισόδημα πάνω από 30.001, αλλά με χαμηλότερο ανώτατο όριο τις 30.000 ευρώ [6] .

1.3 Σύμφωνα με ένα άλλο νομοθετικό μέτρο που θεσπίστηκε το 2016 και παραμένει σε ισχύ, απαγορεύεται η εξόφληση με μετρητά οποιασδήποτε συναλλαγής μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών αξίας 500 ευρώ και άνω∙ η εξόφληση είναι δυνατή αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής [7] .

1.4 Το σχέδιο νόμου προτείνει την αύξηση σε 30% του ποσοστού ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή που θα πρέπει να καλύπτει ο φορολογούμενος και την ομοιόμορφη εφαρμογή του σε όλες τις εισοδηματικές κλίμακες μέχρι τις 20.000 ευρώ [8] . Ο πρόσθετος φόρος ύψους 22% επί της διαφοράς μεταξύ του απαιτούμενου αυξημένου ποσοστού ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή και του δηλωθέντος παραμένει αμετάβλητος. Ο ορισμός των ηλεκτρονικών συναλλαγών ή των δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για τους σκοπούς του σχεδίου νόμου παραμένει αμετάβλητος. Στο πεδίο του ορισμού αυτού περιλαμβάνονται οι δαπάνες που ορισμένος φορολογούμενος καταβάλλει για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών στην Ελλάδα ή σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, μεταφορές πίστωσης, ηλεκτρονικό πορτοφόλι και πληρωμές μέσω λογαριασμού πληρωμών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών [9] . Οι επιλέξιμες δαπάνες για σκοπούς υπολογισμού του ποσοστού ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή παραμένουν αμετάβλητες. Αυτές περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών που εμπίπτουν στις δώδεκα ομάδες του δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής [10] .

1.5 Το σχέδιο νόμου ορίζει ακόμη ότι το απαιτούμενο ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή ανέρχεται στο 20% του πραγματικού εισοδήματος σε περίπτωση που οι δαπάνες οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί και αφορούν καταβολές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ακίνητης περιουσίας, ενοίκια και δανειακές υποχρεώσεις προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπερβαίνουν το 60% του πραγματικού εισοδήματος [11] .

1.6 Το σχέδιο νόμου προτείνει μικρότερες μειώσεις φόρου εισοδήματος σε σχέση με τις ισχύουσες σήμερα [12], αλλά ορίζει ότι οι φορολογούμενοι θα εξακολουθήσουν να έχουν δικαίωμα στις μικρότερες αυτές μειώσεις φόρου ακόμη και αν δεν καλύπτουν το αναθεωρημένο ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή [13] . Το σχέδιο νόμου προτείνει επίσης μείωση των φορολογικών συντελεστών για το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις [14] και διατήρηση σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητων των ισχυουσών σήμερα κατηγοριών φορολογούμενων οι οποίες εξαιρούνται από την υποχρέωση κάλυψης του αναθεωρημένου ποσοστού ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή.

1.7 Το σχέδιο νόμου προτείνει την επέκταση της υποχρέωσης κάλυψης του ποσοστού ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία [15]. Σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, σε περίπτωση μη κάλυψης του εν λόγω ποσοστού ο φορολογούμενος θα υποχρεούται να καταβάλλει πρόσθετο φόρο 22 % επί της διαφοράς, μέχρι την κάλυψη και του ποσοστού ελάχιστης δαπάνης που ισχύει για τη συγκεκριμένη κατηγορία εισοδήματος.

1.8 Το σχέδιο νόμου εξαιρεί από τις εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες τις ακόλουθες δαπάνες, εφόσον δεν έχουν εξοφληθεί με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών:

i) όλες τις δαπάνες που αφορούν απόκτηση αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 300 ευρώ και

ii) δαπάνες ενοικίων [16] ·.

1.9 Το σχέδιο νόμου ορίζει ότι θα παρέχονται ορισμένες εκπτώσεις φόρου για δαπάνες που αφορούν λήψη υπηρεσιών για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων μόνο εάν η εξόφλησή τους έχει πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής [17] .

1.10 Γίνεται αντιληπτό ότι το σχέδιο νόμου πρόκειται να εφαρμόζεται για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2020 και μετά.

2. Γενικές παρατηρήσεις

2.1 Αναφορικά με τις ισχύουσες σήμερα διατάξεις του ΚΦΕ, οι οποίες εκδόθηκαν το 2016 με σκοπό την προώθηση της ευρύτερης χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στην Ελλάδα, η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν υποβάλει αίτημα διαβούλευσης στην ίδια σύμφωνα με τα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης.

2.2 Σύμφωνα με τη Συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) πρέπει να ενεργεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων [18]. Το ΕΣΚΤ έχει ως βασικό καθήκον να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών [19] και η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ εντός της Ένωσης[ 20]. Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που έχουν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος εντός της ζώνης του ευρώ [21] .

2.3 Αν και η σύσταση 2010/191/ΕΕ της Επιτροπής (εφεξής η «σύσταση της Επιτροπής»)[22] αναφέρει ότι η αποδοχή των μετρητών ως μέσου πληρωμής θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα, αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόρριψης της χρήσης τους για λόγους συναφείς με την «αρχή της καλής πίστης», χωρίς αυτό να αντιβαίνει στην ιδιότητά τους ως νόμιμου χρήματος. Ούτε το δίκαιο της Ένωσης ούτε η σύσταση της Επιτροπής προβλέπουν ρητά αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να επιτρέπεται η θέσπιση ενός γενικότερου περιορισμού στην υποχρέωση αποδοχής μετρητών σε ευρώ ως μέσου πληρωμής. Για τον λόγο αυτό το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, προκειμένου να εξακριβώνονται οι όροι τους οποίους θα πρέπει να πληροί κάθε τέτοιος περιορισμός στη διενέργεια πληρωμών με χρήση τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των όρων που θα πρέπει να πληρούνται ως προς τη διατήρηση της ιδιότητας νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ όταν εισάγονται γενικοί περιορισμοί στην υποχρέωση αποδοχής των μετρητών ως μέσου πληρωμής [23] .

2.4 Το σχέδιο νόμου πρέπει να τηρεί το ενωσιακό δίκαιο∙ ειδικότερα, κάθε περιορισμός στις πληρωμές με χρήση μετρητών πρέπει να συνάδει με την ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ [24] . Στο πλαίσιο αυτό η αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου [25], σύμφωνα με την οποία «οι περιορισμοί που θεσπίζουν για λόγους δημοσίας τάξεως τα κράτη μέλη ως προς τις πληρωμές σε κέρματα και χαρτονομίσματα δεν αντιβαίνουν στην ιδιότητα νομίμου χρήματος των εκφρασμένων σε ευρώ χαρτονομισμάτων και κερμάτων, εφόσον υπάρχουν άλλα νόμιμα μέσα για το διακανονισμό των νομισματικών οφειλών» [26] , λαμβάνεται υπόψη σε προηγούμενες γνώμες της ΕΚΤ που εξετάζουν τη θέσπιση περιορισμών στη χρήση μετρητών στο πλαίσιο σχεδίων εθνικής νομοθεσίας. Αν και η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν εν γένει νόμιμα μέσα διακανονισμού νομισματικών οφειλών πέραν των μετρητών [27] , θα πρέπει να εξακριβώνεται προσεκτικά από τις ελληνικές αρχές η πρόσβαση όλων των τμημάτων της κοινωνίας στα εν λόγω μέσα με κόστος συγκρίσιμο με εκείνο των μετρητών. Τούτο, διότι τα συγκεκριμένα άλλα μέσα ενδέχεται να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τα μετρητά και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να μην αποτελούν πλήρως ισοδύναμες εναλλακτικές δυνατότητες.

2.5 Εν προκειμένω η ΕΚΤ σημειώνει ότι η οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [28] κατέστησε ευκολότερη για τους καταναλωτές της Ένωσης τη χρήση λογαριασμών πληρωμών και συναφών υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών ως λύση εναλλακτική της χρήσης μετρητών [29]. Η οδηγία 2014/92/ΕΕ μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με τον νόμο 4465/2017, ο οποίος θεσπίζει το νομικό πλαίσιο δημιουργίας των προϋποθέσεων που καθιστούν προσιτή σε όλους τους καταναλωτές μια ελάχιστη δέσμη τραπεζικών υπηρεσιών. Ωστόσο, οι εν λόγω τραπεζικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών τις οποίες παρέχουν οι εμπορικές οντότητες ενδέχεται να υπόκεινται σε επιβαρύνσεις.

2.6 Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι στόχοι του σχεδίου νόμου, δηλαδή

i) η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και

ii) η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατόπιν των μειώσεων του φόρου εισοδήματος εταιρειών και του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, μπορούν εν γένει να συνιστούν «λόγους δημόσιας τάξης» που δικαιολογούν την εισαγωγή αντικινήτρων μέσω της φορολόγησης των πληρωμών με χρήση μετρητών και του συνακόλουθου περιορισμού τους. Ωστόσο, κάθε τέτοιος περιορισμός δεν πρέπει να αντιβαίνει στην ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ που κατοχυρώνεται στα άρθρα 128 παράγραφος 1 και 282 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Έτσι, θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών που αφορούν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ θα είναι αποτελεσματικοί από την άποψη της επίτευξης των δημόσιου χαρακτήρα στόχων που δικαιολογημένα επιδιώκουν. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται σαφώς ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι πιθανόν στην πράξη να επιτύχουν τον δεδηλωμένο, δημόσιου χαρακτήρα στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

2.7 Τυχόν άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών θα πρέπει ακόμη να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς και να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξή τους μέτρα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο νόμου επηρεάζουν τις συναλλαγές των φορολογούμενων-φυσικών προσώπων και βασίζονται σε υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα τα οποία είχαν θεσπιστεί το 2016 και επιβάλλουν άμεσους περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών, απαγορεύοντας κάθε τέτοια πληρωμή αξίας άνω των 500 ευρώ στο πλαίσιο συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων [30] . Για τον λόγο αυτό τυχόν αρνητικές επιπτώσεις των προτεινόμενων περιορισμών θα πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά σε σχέση με τα προσδοκώμενα δημόσια οφέλη. Κατά την εξέταση της αναλογικότητας ενός περιορισμού θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι αρνητικές του επιπτώσεις και η δυνατότητα εκπλήρωσης του σκοπού του μέσω της θέσπισης εναλλακτικών μέτρων με λιγότερο αρνητικές επιπτώσεις [31] .

2.8 Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η δυνατότητα διενέργειας πληρωμών τοις μετρητοίς παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες που για διάφορους θεμιτούς λόγους προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά έναντι άλλων μέσων πληρωμής. Γενικά, τα μετρητά ως μέσο πληρωμής εκτιμώνται επίσης διότι, ως νόμιμο χρήμα, γίνονται ευρέως και γρήγορα αποδεκτά και διευκολύνουν τον πληρωτή στην παρακολούθηση των δαπανών του. Επιπλέον, πρόκειται για μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες να διακανονίζουν στιγμιαία μια συναλλαγή, είναι δε η μόνη μέθοδος διακανονισμού σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, και στην ονομαστική αξία, της οποίας η χρήση δεν υπόκειται από νομική άποψη στην επιβολή τελών. Εξάλλου, οι πληρωμές με χρήση μετρητών δεν απαιτούν λειτουργική τεχνική υποδομή και συναφείς επενδύσεις και είναι πάντα διαθέσιμες· αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίπτωση διακοπής της δυνατότητας ηλεκτρονικών πληρωμών. Ακόμη, διευκολύνουν τη συμμετοχή του συνόλου του πληθυσμού στην οικονομία, επιτρέποντας τον διακανονισμό κάθε είδους χρηματοοικονομικής συναλλαγής [32] .

2.9 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν και η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [33] επιβεβαιώνει τον ευάλωτο χαρακτήρα των συναλλαγών με χρήση μεγάλων ποσών μετρητών από την άποψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ορίζει ότι τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και που κατά τα λοιπά δεν αποτελούν υπόχρεες οντότητες κατά την έννοιά της πρέπει να ταξινομούνται ως υπόχρεες οντότητες και να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη μόνο στον βαθμό που η οικεία πληρωμή καταβάλλεται ή εισπράττεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 10.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το σχέδιο νόμου θα πρέπει να θεσπίσει ένα αναλογικό κατώτατο όριο όσον αφορά τα όρια στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους των εν λόγω ορίων [34] .

2.10 Ενόψει των παραπάνω η ΕΚΤ θεωρεί ότι το ισχύον όριο των 500 ευρώ στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών σε συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά αντικίνητρα προς αποθάρρυνση των εταιρειών να πραγματοποιούν δαπάνες σε μετρητά αξίας άνω των 300 ευρώ δεν τελούν σε σχέση αναλογίας προς τις πιθανές αρνητικές τους επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών με χρήση μετρητών. Εφόσον ο νομοθέτης επιθυμεί να διατηρηθούν οι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών, θα πρέπει να επιλεγούν υψηλότερα κατώτατα όρια και να προβλεφθεί ορισμένος βαθμός ευελιξίας στο σχέδιο νόμου. Οι συναλλαγές τοις μετρητοίς καθ’ υπέρβαση των καθορισμένων ορίων θα πρέπει να επιτρέπονται εφόσον οι συναλλασσόμενοι είναι σε θέση να διασφαλίζουν την ιχνηλασιμότητα της πληρωμής, προσδιορίζοντας το ποσό της συναλλαγής, την αιτιολογία και τα υποκείμενά της. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να αξιολογήσουν την αναλογικότητα και συμβατότητα των υπόλοιπων περιορισμών που ισχύουν για τις πληρωμές με χρήση μετρητών σε σχέση με την ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων [35], προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Η παρούσα γνώμη θα δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 20 Νοεμβρίου 2019.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ Christine LAGARDE

Υποσημειώσεις (35)

Για να δείτε τις υποσημειώσεις θα πρέπει να είστε συνδεδεμένοι με τον λογαριασμό σας. Αν δεν έχετε λογαριασμό μπορείτε να δημιουργήσετε έναν δωρεάν πατώντας εδώ. Εναλλακτικά πατήστε εδώ για να συνδεθείτε με το λογαριασμό σας