ΓΣΕΒΕΕ
Δελτίο Τύπου
Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα των κόκκινων (μη εξυπηρετούμενων) δανείων αποτελεί ένα καίριο συστημικό πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, τις επιχειρήσεις, την προσέλκυση επενδύσεων αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες.
Ως τέτοιο οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Η ελληνική πολιτεία και το τραπεζικό σύστημα από τη μεριά τους πρέπει πλέον να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για την εξεύρεση μιας λύσης που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα του συσσωρευμένου όγκου κόκκινων δανείων, σε συνδυασμό με την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής.
Η πραγματική οικονομία υπέστη την περίοδο της κρίσης μια από τις μεγαλύτερες διεθνώς αρνητικές προσαρμογές, έχοντας απωλέσει περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ, με σοβαρές συνέπειες στην παραγωγή, την προστιθέμενη αξία και την απασχόληση.
Τα πρώτα θύματα της δημοσιονομικής κρίσης, η οποία συμπαρέσυρε, μέσα και από ατυχείς χειρισμούς, το χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα, υπήρξαν οι μισθωτοί και οι μικρές επιχειρήσεις.
Αυτές οι κοινωνικές ομάδες σημείωσαν απώλειες από 40% έως και 100%, καθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη την εξυπηρέτηση μέρους κάθε παλαιάς και τρέχουσας οφειλής.
Από την άλλη, προκειμένου να διασφαλιστεί η συστημική ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρασχέθηκε στις τράπεζες σημαντική χρηματοδοτική στήριξη σε διάφορες φάσεις της κρίσης, χωρίς όμως να αποφευχθούν στρεβλές πρακτικές διαχείρισης των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από τους φορολογούμενους.
Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, δεν παρήγαγε ωφέλειες όπως θα έπρεπε για την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών και των οικονομικών δρώντων, φαλκιδεύοντας την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πραγματική οικονομία.
Προς επίρρωση των παραπάνω, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, η Τραπεζική χρηματοδότηση της Ελληνικής οικονομίας από 215 δισ. τον Δεκέμβριο του 2017, μειώθηκε στα 200 δισ. τον Δεκέμβριο του 2018 και στα 185 δισ. τον Δεκέμβριο του 2019.
Η συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού μάλιστα παρατηρήθηκε σε μια περίοδο μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια περίοδο τα δάνεια προς τις ατομικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες ανέρχονταν από το 5,5% ως το 6% του συνόλου.
Η απροθυμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία εμφανίζεται ακόμη πιο ανεξήγητη και αδικαιολόγητη αν δούμε την πορεία των επιτοκίων.
Με βάση ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδας, με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 2020, το μέσο επιτόκιο των νέων καταθέσεων τον Δεκέμβριο του 2019 μειώθηκε παραπέρα φθάνοντας το 0,18%, ενώ το επιτόκιο των δανείων αυξήθηκε παραπέρα φτάνοντας το 4,34%.
Ως αποτέλεσμα έχουμε ένα περιθώριο επιτοκίου συνεχώς αυξανόμενο που φτάνει το 4,16%! Κανένα άλλο τραπεζικό σύστημα στην ευρωζώνη δεν απολαμβάνει τέτοιο περιθώριο κέρδους και κανένα άλλο τραπεζικό σύστημα στην ευρωζώνη δεν είναι τόσο φειδωλό στην παροχή νέων δανείων!
Νομίζω πώς δεν μπορεί να παρουσιαστεί πιο παραστατικά η αρνητική συμβολή του τραπεζικού συστήματος στη Τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλει η ελληνική επιχειρηματικότητα για να αφήσει πίσω της οριστικά και αμετάκλητα την κρίση.
Να τονίσω μάλιστα ότι ο αποκλεισμός των ΜΜΕ από τις τράπεζες σημαίνει ταυτόχρονα και τον εξοστρακισμό τους από πλήθος άλλων προγραμμάτων τα οποία προϋποθέτουν τη συμμετοχή δανειακών κεφαλαίων.
Σε αυτό το περιβάλλον που αναζητούνται υπαίτιοι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδας με τον πιο επίσημο τρόπο έχει οριοθετήσει το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών στο 15-20%, παραδεχόμενη ότι η πλειονότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων παλεύει καθημερινά για να καλύψει τις υποχρεώσεις της.
Οι προηγούμενες θεσμικές και νομοθετικές παρεμβάσεις, παρά τη φιλοδοξία των εισηγητών τους, απέτυχαν διαδοχικά να περιορίσουν το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και να οδηγήσουν σε ισορροπημένες λύσεις προς όφελος των δανειοληπτών και των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Τόσο ο Κώδικας Δεοντολογίας, όσο και ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός, αλλά και η πρόσφατη διάθεση της πλατφόρμας για τη ρύθμιση οφειλών έως 130.000 €, αποδείχθηκαν ανεπαρκή και μη λειτουργικά εργαλεία, λόγω της γραφειοκρατικής τους διάρθρωσης κι επίσης λόγω της ποιότητας και διάρκειας των λύσεων που προέκριναν.
Με άλλα λόγια, οι παρεμβάσεις αυτές ήταν πολύ αδύναμες κι εφαρμόστηκαν υπερβολικά καθυστερημένα, καθ’ ομολογία σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και των εταίρων – δανειστών.
Το σχέδιο «Ηρακλής» που ψηφίστηκε πρόσφατα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο παρουσιάζει επίσης σημαντικά κενά μεταξύ του επιδιωκόμενου στόχου από την μια και των μέσων και εργαλείων που χρησιμοποιεί από την άλλη για να το επιτύχει.
Και ενώ φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει οργανωμένα και έγκαιρα- με δεδομένες τις καθυστερήσεις και τις αναποτελεσματικότητες των προηγούμενων μηχανισμών ρύθμισης οφειλών- όλα αυτά τα ζητήματα που αναφέρθηκαν, εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει μονομερώς κυρίως ως προς το άνοιγμα της αγοράς δανείων σε νέα επιχειρηματικά σχήματα, αμφίβολης επιχειρηματικής στοχοθεσίας.
Η διεθνής εμπειρία έχει καταδείξει άλλωστε ότι η εμπλοκή περισσότερο πολύπλοκων εργαλείων και η δημιουργία σύνθετων χρηματοοικονομικών εργαλείων σε πολλές χώρες έχει αποκρύψει το πρόβλημα, παρά το έχει θεραπεύσει.
Η ΓΣΕΒΕΕ συναισθανόμενη την ευθύνη που έχει ως κοινωνικός εταίρος έναντι των επιχειρήσεων που εκπροσωπούμε αλλά και των πολιτών που μας παρακολουθούν, θεωρούμε ότι η κυβέρνηση και η πολιτεία εν γένει οφείλει να λάβει υπόψη μια σειρά από παρατηρήσεις και ερωτήματα που ανέκυψαν μέσα από τη μελέτη του νομοθετήματος και τις πιθανές επιδράσεις που θα έχει στην ελληνική κοινωνία.
Δοθέντων των παραπάνω, καταθέτω εννέα ερωτήματα που χρήζουν κατά την άποψη μας σαφών απαντήσεων:
Τι εγγυήσεις υπάρχουν ώστε στα τιτλοποιημένα ομόλογα να μην συμπεριληφθούν και εξυπηρετούμενα δάνεια;
Κατά την εκτίμησή μας ο ορισμός που δίνεται στο άρθρο 2 επιτρέπει την τιτλοποίηση και εκχώρηση σε funds με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου ακόμη και εξυπηρετούμενων δανείων!
Να περιμένουμε λοιπόν ότι θα συμπεριληφθούν ακόμη και πράσινα δάνεια, ώστε οι ομολογίες να είναι υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας;
Αναμφίβολα, το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ταλαιπωρεί τη χώρα εδώ και μια δεκαετία, έχει καλλιεργήσει στρεβλές στρατηγικές συμπεριφορές και έχει ουσιαστικά παραλύσει το τραπεζικό σύστημα και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Οι λύσεις που απαιτεί η ελληνική οικονομία σήμερα δεν μπορεί να περιορίζονται στην επικέντρωση στη μια μόνο διάσταση του προβλήματος, που είναι οι τράπεζες αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που θα μετατεθούν προς το μέλλον.
Το σχέδιο Ηρακλής μπορεί και πρέπει να γίνει πιο γενναίο αλλά και κοινωνικά δίκαιο, υιοθετώντας έστω και τώρα δικλείδες ασφαλείας που θα αποτρέψουν την εμφάνιση αρνητικών φαινομένων.