ΓΣΕΒΕΕ Αναγκαίο ένα νέο, στοχευμένο, πλαίσιο πολιτικών ψηφιακής και τεχνολογικής προσαρμογής, στους τομείς όπου παρατηρείται η σημαντικότερη υστέρηση

Μόνο το 29,7% επί του συνόλου των μικρομεσαιων επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις τα τελευταία 3 έτη σε «Τεχνολογικό/ ψηφιακό εξοπλισμό».

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι έγκυρες μετρήσεις καταγράφουν τα τελευταία χρόνια μια σταδιακή τάση βελτίωσης επιμέρους δεικτών καινοτομίας σε επίπεδο μικρομεσαίων επιχειρήσεων - σε εγχώριο επίπεδο - οι δείκτες ψηφιοποίησης δεν ακολουθούν την ίδια πορεία βελτίωσης, συμπλέοντας με τις ευρύτερες αποκλίσεις και υστερήσεις στην ευρύτερη δέσμη δεικτών παρακολούθησης της τεχνολογικής και καινοτομικής ανάπτυξης.

Αυτό είναι ένα από τα κύρια συμπεράσματα έκθεσης του Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, με θέμα: "Ψηφιακός μετασχηματισμός και μικρές επιχειρήσεις" που παρουσιάστηκε σήμερα το απόγευμα σε εκδήλωση στην Αθήνα,

Επιπλέον, ως προς την πηγή χρηματοδότησης της επένδυσης, καταγράφεται στην έκθεση ότι, το 83,2% των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις κατά τα 3 προηγούμενα έτη (43,6% επί του συνολικού δείγματος) χρηματοδότησαν τις επενδύσεις αυτές με ίδια κεφάλαια, ποσοστό που κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό δεδομένου του πλήθους χρηματοδοτικών εργαλείων που υφίστανται πλέον σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Συγχρόνως, όπως σημειώνεται, το ποσοστό αυτό συνιστά ένα χαρακτηριστικό εύρημα που αναδεικνύει το διαχρονικό ζήτημα της περιορισμένης πρόσβασης των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων σε τραπεζικό δανεισμό και χρηματοδότηση.

Ο τραπεζικός δανεισμός, ως πηγή χρηματοδότησης επενδύσεων, συγκεντρώνει ποσοστό 6%, ενώ ποσοστό 5,1% συγκεντρώνουν τα προγράμματα χρηματοδότησης (π.χ. ΕΣΠΑ).

Ακόμα χαμηλότερο ποσοστό (1,7%) συγκεντρώνουν οι εναλλακτικές και εξειδικευμένες μορφές χρηματοδότησης (π.χ. μικρο-χρηματοδότηση, venture capital).

Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ανάλυση, ο σχετικά χαμηλός βαθμός εξοικείωσης αλλά και ενσωμάτωσης νέων ψηφιακών συστημάτων, ο χαμηλός βαθμός ανάγκης για περαιτέρω ψηφιακή ενημέρωση, ο χαμηλός βαθμός αξιοποίησης των δυνατοτήτων του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ηλεκτρονικών προμηθειών, ο περιορισμένος βαθμός αναγκών σε ψηφιακές δεξιότητες, καθώς και ο χαμηλός βαθμός επενδύσεων ψηφιακής προσαρμογής που βασίζονται υπέρμετρα σε ίδια κεφάλαια αξιοποιώντας σε περιορισμένο βαθμό άλλες διαθέσιμες χρηματοδοτικές δυνατότητες, συνιστούν ορισμένους πρόδρομους δείκτες που υπογραμμίζουν τον κίνδυνο επιδείνωσης των ψηφιακών αντιθέσεων και διαφοροποιήσεων σε επίπεδο μικρών επιχειρήσεων, κυρίως μεταξύ ψηφιακά ώριμων και λιγότερο ψηφιακά προσαρμοσμένων επιχειρήσεων.

Αντιστοίχως, πέραν της οριζόντιας αξιολόγησης της ψηφιακής ωριμότητας των μικρών επιχειρήσεων, χαρακτηρίζεται προφανές ότι το επίπεδο ψηφιακής ωρίμανσης δεν διακρίνεται από ομοιογένεια στο ευρύτερο φάσμα των εγχώριων επιχειρήσεων.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διακρίνονται από εσωτερική διαφοροποίηση ως προς την ψηφιακή τους ωριμότητα βάσει παραμέτρων όπως κλάδος/υποκλάδος (π.χ. υψηλή/χαμηλή ένταση γνώσης), μέγεθος, βασική δραστηριότητα, επιχειρηματικό μοντέλο, καθώς και γεωγραφική θέση.

Ως εκ τούτου, οι τάσεις αποτυπώνουν την ανάδυση ενός νέου αναπτυξιακού δυισμού και «τεχνο-παραγωγικού χάσματος» σε επίπεδο μικρών επιχειρήσεων ανάμεσα σε «νησίδες επιχειρήσεων» που προσαρμόζονται ταχύτερα στις τεχνολογικές εξελίξεις μέσω της πραγματοποίησης επενδύσεων, αναβάθμισης δεξιοτήτων και ενσωμάτωσης νέων τεχνολογικών συντελεστών και στο ευρύτερο τμήμα των μικρών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν εξαιρετικά περιορισμένη δραστηριότητα ψηφιακής προσαρμογής μέσω επενδύσεων και ενεργειών περιορισμένης κλίμακας.

Κατά συνέπεια, ένα εκ των βασικών συμπερασμάτων της ανάλυσης είναι ότι η υλοποίηση στοχευμένων και εξειδικευμένων μέτρων ψηφιακής ανάπτυξης για τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί επιτακτική προϋπόθεση ψηφιακής αναβάθμισης και θεμελιώδες συστατικό των σύγχρονων πολιτικών προώθησης του ψηφιακού μετασχηματισμού, τόσο σε επίπεδο άμεσων παρεμβάσεων ως προς την ανάπτυξη καίριων ψηφιακών ικανοτήτων όσο και σε επίπεδο μακροπρόθεσμης προοπτικής επιβίωσης και ανάπτυξης των πολύ μικρών επιχειρήσεων στη νέα ψηφιακή εποχή.

Η ψηφιακή αναβάθμιση των μικρών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των λιγότερο αναπτυγμένων ψηφιακά, αναδεικνύεται ως κρίσιμος όρος επιβίωσης στη νέα ψηφιακή οικονομία.

Δηλαδή, η ανάγκη άμεσης ενίσχυσης των ψηφιακών ικανοτήτων των μικρών επιχειρήσεων κρίνεται αναγκαίο, και φυσικά περισσότερο αποτελεσματικό, να εκτείνεται πλέον σε όλη την αλυσίδα ψηφιακής αναβάθμισης («ολιστικές ψηφιακές πολιτικές»), από την κατανόηση βασικών τεχνολογικών όρων έως την ανάπτυξη δεξιοτήτων και τη δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Επιπροσθέτως, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ψηφιακών πολιτικών για την εντατικοποίηση της ψηφιακής αναβάθμισης απαιτείται να λαμβάνει πλέον τον χαρακτήρα στοχευμένων πολιτικών, ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιπτώσεις επιχειρήσεων σε τομείς χαμηλής και μέσης τεχνολογικής εξειδίκευσης.

Συγχρόνως, ο βαθμός και ο τύπος της παρέμβασης που απαιτείται σε συγκεκριμένους τομείς (π.χ. εμπόριο, υπηρεσίες) κρίνεται ότι πρέπει να περιλαμβάνει το ευρύτερο δυνατό πλαίσιο εργαλείων που θα αντιμετωπίσουν το κρίσιμο έλλειμμα ψηφιακών ικανοτήτων, τόσο σε επίπεδο διαμόρφωσης πλαισίου οικονομικών-φορολογικών κινήτρων ή/και μηχανισμών τεχνολογικής πληροφόρησης και διασύνδεσης, όσο όμως και σε επίπεδο προώθησης περισσότερο ενεργητικών παρεμβάσεων για την οικοδόμηση νέων κρίσιμων ψηφιακών ικανοτήτων, τη δημιουργία νέων ψηφιακών υποδομών και τη διαμόρφωση νέων μηχανισμών καθοδήγησης και υποστήριξης των επιχειρήσεων (π.χ. κόμβοι διευκόλυνσης της πρόσβασης σε νέες τεχνολογίες).

Δηλώσεις προέδρου ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθά

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιωργος Καββαθάς στον χαιρετισμό του στην έναρξη της εκδήλωσης κατά την οποία παρουσίαστηκαν τα ευρήματα της έκθεσης υπογράμμισε ότι η έλευση της «ψηφιακής εποχής» συμπίπτει τα τελευταία χρόνια με μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για την ελληνική οικονομία.

Όπως εξήγησε, «η σχεδόν δεκαετής κρίση που χτύπησε με σφοδρότητα τη χώρα μας, ιδίως τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και τις μικρές επιχειρήσεις, μετά από ένα σύντομο, διάλειμμα ανοδικών προσδοκιών, ακολουθήθηκε, με αφετηρία τις αρχές του 2020, από μια νέα κρίση, πρωτογενώς υγειονομική αυτή τη φορά, αλλά με εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες στην επιχειρηματική ζωή της χώρας.

Κατά συνέπεια, σε μια ιστορική περίοδο όπου οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις αποτυπώνονται ραγδαίες σε παγκόσμιο επίπεδο, το ευρύτερο σύνολο των μικρών επιχειρήσεων της χώρας διεξάγει έναν αγώνα επιβίωσης και συνεχιζόμενης αβεβαιότητας μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνοποιημένο περιβάλλον».

Είναι γεγονός, συνέχισε ο ίδιος, ότι οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις προσφέρουν καινούργιες τεχνικές δυνατότητες και επιχειρηματικές ευκαιρίες.

Εντούτοις, οι τεχνολογικές αλλαγές επιφυλάσσουν μεταβολές που τροποποιούν τον τρόπο που οι μικρές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται, ενώ πλαισιώνονται από οικονομικές τάσεις που μετασχηματίζονται τάχιστα αλλά και από ένα επιχειρηματικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον που δεν εμφανίζεται πάντα πρόσφορο.

Συμπεράσματα

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι τα εξής:

με υφιστάμενες δραστηριότητες μεγάλου τμήματος των μικρών επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, συνδυάζοντας και τα υπόλοιπα στοιχεία, φαίνεται ότι ενώ ένα μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρήσεων δεν διαθέτει επαρκή γνώση και πληροφόρηση για τις αναδυόμενες τεχνολογίες, δεν εκδηλώνει ενδιαφέρον να λάβει περαιτέρω ενημέρωση επί αυτών.

Προτάσεις

Για τη διευκόλυνση της ψηφιακής και τεχνολογικής μετάβασης των επαγγελμάτων και των επιχειρήσεων του κατασκευαστικού κλάδου στα δεδομένα της νέας «ψηφιακής εποχής», προτείνεται να γίνει μία σειρά παρεμβάσεων στη χώρα μας. Επιγραμματικά, αναφέρονται οι εξής:

«Ο σχεδιασμός και εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών με συντονισμένο τρόπο αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την ταχύτερη και επιτυχή μετάβαση των μικρών επιχειρήσεων του κλάδου στη νέα ψηφιακή εποχή» όπως υπογραμμίζεται.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ