Υπουργείο Οικονομικών Συνέντευξη του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα στην εφημερίδα "Παραπολιτικά"

Φωτογραφία: ΑΠΕ ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Υπουργείο Οικονομικών

23 Σεπτεμβρίου 2020

Δελτίο Τύπου

Συνέντευξη του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα στην εφημερίδα "Παραπολιτικά"

Το συνολικό ποσό, σε πλήρη ανάπτυξη των μέτρων μέσα στο έτος, λαμβάνοντας υπόψη και τη μόχλευση των χρηματοδοτικών εργαλείων, διαμορφώνεται περίπου στα 24 δισ. ευρώ.

Το εάν θα υπάρξουν πρόσθετα μέτρα, θα εξαρτηθεί από τη δυναμική της υγειονομικής κρίσης, και των επιπτώσεων αυτής.

Έχουμε αποδείξει ότι ενεργούμε έγκαιρα, στοχευμένα και μεθοδικά.

Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο εξάμηνο, προσθέσαμε σημαντικούς πόρους στο «ταμείο» του κράτους, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα για πρόσθετες παρεμβάσεις ή για την επέκταση και τη διεύρυνση υφιστάμενων.

Η μόνιμη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης.

Αυτό απεδείχθη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας: μειώθηκε ο ΕΝΦΙΑ κατά 22%, μειώθηκε ο εισαγωγικός φορολογικός συντελεστής στα φυσικά πρόσωπα, μειώθηκε ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις στο 24%, μειώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 0,9%.

Δυστυχώς, προσωρινά, η πανδημία του κορονοϊού άλλαξε τις κυβερνητικές προτεραιότητες, αφού έπρεπε να δημιουργήσουμε ένα «δίχτυ ασφαλείας» πάνω από εργαζόμενους και εργοδότες.

Ακόμη όμως και μέσα στην κρίση, δεν εγκαταλείψαμε τις μειώσεις φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, έστω και με προσωρινό χαρακτήρα: μειώθηκε ή/και μηδενίστηκε η προκαταβολή φόρου, μειώνονται συντελεστές ΦΠΑ, καταργείται η εισφορά αλληλεγγύης για εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα, κεφάλαιο και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, καταργείται – μόνιμα μάλιστα – ο ΕΝΦΙΑ στα μικρά, ακριτικά νησιά.

Βούλησή μας είναι, όταν κλείσει η παρένθεση της υγειονομικής κρίσης, ανάλογα και με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας και τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης, να μονιμοποιήσουμε κάποιες από αυτές ή άλλες παρεμβάσεις.

O ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς, ακόμα και στη σημερινή, πρωτόγνωρα δύσκολη συγκυρία έχει επιλέξει τον ολισθηρό δρόμο της εντυπωσιοθηρίας.

Επιδίδεται σε ανέξοδη πλειοδοσία, παραβλέποντας ότι η συνεχιζόμενη, σε παγκόσμιο επίπεδο, αβεβαιότητα επιβάλλει σύνεση, γρήγορα αντανακλαστικά, προγραμματισμό και εφεδρείες.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την Επιστρεπτέα Προκαταβολή, πρόκειται για ένα εξαιρετικά επιτυχημένο σχήμα στήριξης των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων.

Συγκεκριμένα, 120.000 επιχειρήσεις έχουν ήδη χρηματοδοτηθεί, πλέον των 100.000 επιχειρήσεων έχουν υποβάλει αίτηση για την 3η φάση του χρηματοδοτικού σχήματος, ενώ θα ακολουθήσει και τέταρτο πρόγραμμα.

Η συνολική στήριξη του Κράτους προς τις επιχειρήσεις, μέσω της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,1 δισ. ευρώ, όταν η Αντιπολίτευση ζητούσε αυτή να ανέλθει στα 3 δισ. ευρώ.

Αυτή η αύξηση επιτυγχάνεται γιατί η Κυβέρνηση ενεργεί μεθοδικά, έγκαιρα και στοχευμένα.

Όπως έχει αναφέρει ο Πρωθυπουργός, θα υπάρξουν δημόσιοι διαγωνισμοί και θα καταλήξουμε στις πιο συμφέρουσες προσφορές, λαμβάνοντας υπόψη επιχειρησιακές δυνατότητες αλλά και κόστος.

Ως Υπουργείο Οικονομικών, έχουμε τα ταμειακά διαθέσιμα ώστε να υποστηρίξουμε χρηματοδοτικά τη συνολική ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων, ενταγμένη στις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, συνυπολογίζοντας ότι αυτή εκτείνεται σε βάθος ορισμένων ετών.

Μέχρι σήμερα, ύστερα από ενάμιση μήνα λειτουργίας, περισσότεροι από 90.000 πολίτες έχουν οριστικοποιήσει την αίτησή τους στο πρόγραμμα «Γέφυρα».

Σε σχέση με το προηγούμενο πρόγραμμα, της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο είχαν ενταχθεί 6.200 συμπατριώτες μας σε 13 μήνες, η σύγκριση είναι καταλυτική.

Όσον αφορά στους πλειστηριασμούς, η Κυβέρνηση σε συνεργασία με τις τράπεζες κατάφερε να ανασταλούν οι πλειστηριασμοί που αφορούν την πρώτη κατοικία, μέχρι τέλος του έτους, για τους ευάλωτους δανειολήπτες.

Από την καινούργια χρονιά, θα έχει ψηφιστεί και θα εφαρμόζεται ο Νέος Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας, στον οποίο υπάρχουν πρόνοιες για δανειολήπτες που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, με την άσκηση επιδοματικής πολιτικής από το Κράτος, τόσο προληπτικά μέσω της επιδότησης δόσης δανείου, όσο και κατασταλτικά μέσω της επιδότησης ενοικίου.

Να υπενθυμίσω ότι προστασία της 1ης κατοικίας δεν υφίσταται από τον Φεβρουάριο του 2019, με το νόμο 4592/2019, της προηγούμενης Κυβέρνησης.
  

Με τα σημερινά δεδομένα, δεν υπάρχει λόγος μεταβολής των εκτιμήσεων που είχαμε κάνει, τον Απρίλιο, για ύφεση, εφέτος, μέχρι 8%.

Συγκεκριμένα, με βάση τα προσωρινά διαθέσιμα στοιχεία, το 1ο εξάμηνο του έτους, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 7,9%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος συρρίκνωσης στην ευρωζώνη ήταν 9,0%, ενώ ειδικότερα στην Πορτογαλία 9,3%, στην Ιταλία 11,7%, στη Γαλλία 12,3% και στην Ισπανία 13,1%.

Διαψεύδονται έτσι, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, οι προβλέψεις ότι η Ελλάδα θα κατέγραφε τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η κατάσταση βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολη και ενέχει πολλές αβεβαιότητες.

Αβεβαιότητες που μπορεί να τροποποιήσουν, μελλοντικά, τις εκτιμήσεις.

Στόχος μας είναι, με τις συνεκτικές πολιτικές μας, να περιορίσουμε, όσο είναι εφικτό, τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας.

Αναμένουμε ισχυρή ανάκαμψη το 2021, η οποία θα καλύψει σημαντικό τμήμα των απωλειών του τρέχοντος έτους.

Αυτό θα είναι αποτέλεσμα τόσο των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουμε από την αρχή της πανδημίας ώστε οι οικονομικές επιπτώσεις της να είναι όσο γίνεται ταχύτερα αναστρέψιμες, όσο και της υλοποίησης μιας σειράς μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών, ακόμη και κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, ώστε η ανάκαμψη της οικονομίας να είναι ισχυρή.

Παράλληλα, επεξεργαζόμαστε, και θα καταθέσουμε τον επόμενο μήνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιό μας, το οποίο θα περιλαμβάνει πολιτικές που θα οδηγήσουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ώστε να διασφαλίσουμε υψηλή, διατηρήσιμη, έξυπνη και κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη.

Η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί κομβική προτεραιότητα της Κυβέρνησης, από την αρχή της θητείας της.

Οι παρεμβάσεις που έχουμε ήδη υλοποιήσει για τη μείωση του γραφειοκρατικού βάρους, την επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών, την κινητροδότηση των επενδύσεων, την υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων έχουν αρχίσει να αποφέρουν καρπούς. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από την άνοδο της χώρας μας, κατά 9 θέσεις, στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.

Επίσης, μέσα στην κρίση, συνεχίσαμε να υλοποιούμε εμβληματικά επενδυτικά έργα και να αξιοποιούμε δημόσια περιουσία (π.χ. Ελληνικό, Περιφερειακά Λιμάνια κ.α.), να αναδιαρθρώνουμε δημόσιες επιχειρήσεις με χρόνια προβλήματα (π.χ. ΕΛΒΟ, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΛΑΡΚΟ, ΕΑΒ κ.α.), αλλά και να παρέχουμε επενδυτικά κίνητρα. Ειδικότερα, θεσπίσαμε κίνητρα για δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, ενώ θα παρέχουμε και ισχυρό φορολογικό κίνητρο – με τη μορφή υπερ-εκπτώσεων – για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε πράσινη οικονομία, ενέργεια και ψηφιοποίηση.

Βεβαίως, η μεγάλη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι να αξιοποιήσουμε, με τον σωστό τρόπο, τους πολύ σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους που διασφαλίσαμε και οι οποίοι θα διατεθούν τα επόμενα χρόνια, μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να επενδύσουμε σε κρίσιμους τομείς με πολλαπλασιαστικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως η πράσινη οικονομία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η αγροτική πολιτική, η έρευνα, η καινοτομία κ.ά.

Με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις, φαίνεται ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα επιστρέψει στο ΑΕΠ του 2019, προς το τέλος του 2022.

Αυτό σημαίνει, όπως ουσιαστικά συμφωνήσαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ότι θα εξακολουθεί να υφίσταται ευελιξία και για το 2021, σε ό,τι αφορά δημοσιονομικούς κανόνες και στόχους.

Μέσα στο 2021 θα συζητηθεί το πώς θα κινηθούμε, συνολικά ως Ευρώπη, το 2022, ώστε η όποια σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή να μη «σκοτώσει» την ανάταξη των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Στις συζητήσεις αυτές, η Ελληνική Κυβέρνηση θα επιδιώξει, και θα πετύχει όπως έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα, το βέλτιστο για τη χώρα.