ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ Οι χαμηλές αμοιβές των επιχειρήσεων στους πτυχιούχους ευθύνονται για το brain drain

Οι χαμηλές αμοιβές των επιχειρήσεων στους πτυχιούχους ευθύνονται για το brain drain, όπως προκύπτει από την Ετήσια Έκθεση του 2020 για την Εκπαίδευση και την Απασχόληση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, μεγάλο μέρος της οποίας δημοσιεύεται στο ηλεκτρονικό περιοδικό της Βουλής «Επί του… περιστυλίου» που αναρτήθηκε σήμερα στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι εφάμιλλη των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ως προς τα γνωστικά αντικείμενα και τα επιστημονικά πεδία σπουδών, αλλά οι αμοιβές που προσφέρονται από τους εργοδοτικούς φορείς στους αποφοίτους των πανεπιστημίων είναι πολύ χαμηλότερες των προσόντων τους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες επιστήμονες να αναζητούν καλύτερα αμειβόμενες επαγγελματικές ευκαιρίες στο εξωτερικό.

Όπως επισημαίνουν στην ανάλυση της έκθεσης ο διευθυντής του ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας και ο επιστημονικός συνεργάτης του ΚΑΝΕΠ και αναπληρωτής καθηγητής της Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Νίκος Φωτόπουλος, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (προπτυχιακού τίτλου) και τη δεύτερη θέση σε ποσοστό διδακτορικών φοιτητών συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Επίσης κατέχει την τρίτη θέση στην ΕΕ-28 (με ποσοστό 33,9%) στη λεγόμενη «κάθετη αναντιστοιχία» προσόντων και δεξιοτήτων, γνωστή και ως «υπερεκπαίδευση», σε εργαζόμενους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στοιχείο που υποδηλώνει πως η θέση εργασίας τους υπολείπεται του μορφωτικού τους επιπέδου.

Συνεπώς, οι δεξιότητες που αντιστοιχούν στα ελληνικά πτυχία θεωρούνται ελλιπείς στην εγχώρια αγορά εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή στο εξωτερικό αναγνωρίζονται και αμείβονται ικανοποιητικά;

«Είναι αντιληπτό», επισημαίνουν οι δύο επιστήμονες, «πως η συζήτηση για την απαξίωση των πτυχίων και των αντίστοιχων δεξιοτήτων συνδέεται με τη γενικότερη προσπάθεια υποτίμησης των προσόντων των Ελλήνων πτυχιούχων, αφού συγκεκριμένες εργοδοτικές ομάδες συμπιέζοντας το εργατικό κόστος, αποσκοπούν στην εκμετάλλευση υψηλών προσόντων με αμοιβές όμως που αναλογούν σε χαμηλά και μεσαία προσόντα».

Οι κ.κ. Χρήστος Γούλας και Νίκος Φωτόπουλος υπογραμμίζουν ακόμη ότι «η τάση των υπερ-εκπαιδευμένων πτυχιούχων μας να μεταναστεύουν στο εξωτερικό -και το κυριότερο να διαγράφουν εκεί πετυχημένες επαγγελματικές πορείες- αποδεικνύει ότι για το πρόβλημα της εγχώριας ανεργίας δεν ευθύνεται το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά οι αναποτελεσματικές πολιτικές που δεν φροντίζουν για το μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας.

Και προσθέτουν: «Ασφαλώς σε μια εποχή έντασης της ζήτησης υψηλών προσόντων είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να αναδιαταχθεί ο ρόλος των πανεπιστημίων, αλλά και να ενισχυθούν η ανταγωνιστικότητα και η αποτελεσματικότητά τους στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά εργασίας. Βασική στρατηγική απαιτείται και είναι η αναβάθμιση, η ενδυνάμωση και η ενίσχυση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε πρόσωπα και δεξιότητες αιχμής που να ικανοποιούν την πρόσβαση των αποφοίτων σε επαγγελματικούς ρόλους και αμοιβές αντάξιες των προσόντων τους στην κλίμακα του εθνικού και ευρωπαϊκού πλαισίου προσόντων.

Η στρατηγική αυτή δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την αύξηση της χρηματοδότησης, την αναβάθμιση των υποδομών τους, την ενίσχυση του ανθρώπινου και επιστημονικού δυναμικού, την ανάπτυξη της πρακτικής άσκησης, την ενίσχυση των γραφείων διασύνδεσης με την απασχόληση, καθώς και τη σύνδεση των πανεπιστημίων με την παραγωγή και τους επαγγελματικούς κλάδους στους οποίους αναφέρονται οι σπουδές που παρέχουν».

Οι δαπάνες και το εκπαιδευτικό προσωπικό

Από την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας προκύπτει ότι:

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ