ΕΒΕΠ Ο «γρίφος» του ευρωπληθωρισμού και η τρέχουσα κατάσταση στην ΕΕ

ΕΒΕΠ

Πειραιάς, 17 Φεβρουαρίου 2022

Δελτίο Τύπου

Ο «γρίφος» του ευρωπληθωρισμού και η τρέχουσα κατάσταση στην ΕΕ

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς επισημαίνει πως ο αυξανόμενος πληθωρισμός δημιουργεί αυξανόμενες ανησυχίες για τον αντίκτυπό του στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και τον κίνδυνο υπονόμευσης της τρέχουσας ανάκαμψης.

Βασικοί παράγοντες, που διέπουν τις αυξήσεις των τιμών, περιλαμβάνουν το αυξημένο κόστος της ενέργειας και των εμπορευμάτων, τη διαταραχή της αλυσίδας εφοδιασμού, την αύξηση της ζήτησης λόγω της ανάκαμψης και τις ελλείψεις στην αγορά.

Οι έμποροι λιανικής και χονδρικής, καθώς και οι επιχειρήσεις μεταποίησης, πλήττονται από τις συνεχιζόμενες αυξήσεις του κόστους τους.

Αντιμετωπίζουν επίσης απαιτήσεις από τους προμηθευτές τους με σημαντικές αυξήσεις τιμών συχνά πέρα από την αύξηση του κόστους πρώτων υλών των προμηθευτών.

Ο κλάδος που απορροφά μέρος των αυξήσεων, για να εξασφαλίσει ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές, είναι το εμπόριο, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις των τιμών να είναι, κατά μέσο όρο, χαμηλότερες από την άνοδο των τιμών των βασικών προϊόντων.

Ωστόσο, τα χαμηλά περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων σημαίνουν ότι τα περιθώρια, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι περιορισμένα. 

Η EuroCommerce, αναφορικά με τη τρέχουσα κατάσταση σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, μετά και το έκτακτο διαδικτυακό ΔΣ της 16ης Φεβρουαρίου, επισημαίνει:

Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη βρίσκεται σήμερα στο υψηλότερο επίπεδο από το 1997.

Ο ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 5,3% τον Δεκέμβριο του 2021, από 4,4%. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν 0,2%.

Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ήταν 5,1% τον Δεκέμβριο του 2021, από 4,1% τον Οκτώβριο. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν -0,3%.

Ο ΟΟΣΑ αναμένει ότι ο τρέχων πληθωρισμός θα φτάσει στο ανώτατο όριο τον χειμώνα του 2022 και, στη συνέχεια, θα επιβραδυνθεί σε περίπου 3% έως το 2023.

Βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό περιλαμβάνουν το ενεργειακό κόστος, το κόστος των πρώτων υλών και ακολουθούν οι τιμές των υπηρεσιών και των βιομηχανικών αγαθών.

Η μεγαλύτερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ ήταν από την ενέργεια (+2,57 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από τις υπηρεσίες (+1,16), μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (+0,64) και τρόφιμα, αλκοόλ και καπνός (+0,49).

Οι αυξήσεις των τιμών στα γεωργικά προϊόντα είναι ιδιαίτερα υψηλές.

Ο δείκτης τιμών των τροφίμων του FAO για το 2021 ήταν 28% υψηλότερος σε ετήσια βάση από το 2020. Οι υψηλότερες αυξήσεις παρατηρούνται στα φυτικά έλαια, τη ζάχαρη και τα δημητριακά. 

Ταυτόχρονα η παγκόσμια ανάκαμψη συνεχίζεται, με τον κόσμο να αντιμετωπίζει καλύτερα την πανδημία από ό,τι στο παρελθόν, και οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές αναμένεται να παραμείνουν γενικά υποστηρικτικές καθ' όλη τη διάρκεια του 2022, αλλά υπάρχουν σημάδια πίεσης στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Η αυξημένη ζήτηση μπορεί να συμβάλει σε υψηλότερες τιμές.

Ωστόσο, ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι τιμές των εμπορευμάτων, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, επηρεάζουν αρνητικά τις αλυσίδες εφοδιασμού στην Ευρώπη, τόσο για τρόφιμα, όσο και για μη εδώδιμα προϊόντα μέσω υψηλότερων τιμών.

Συγκεκριμένα:

Οι έμποροι χονδρικής και λιανικής στην ΕΕ απορροφούν μέρος των αυξήσεων του κόστους τους για να εξασφαλίσουν ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές.

Σύμφωνα με τη Eurostat ο υψηλός πληθωρισμός γίνεται αισθητός περισσότερο στα 96,5 εκατ. Ευρωπαίους που ζουν στο όριο της φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς ο αντίκτυπός είναι μεγαλύτερος σε φθηνότερα προϊόντα και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Οι αυξήσεις των τιμών καταναλωτή ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερες από τις αυξήσεις των τιμών βασικών προϊόντων. Οι διανομείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως το βασικό μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού που αντιμετωπίζει ο καταναλωτής και διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές έχουν ευρεία επιλογή ποιοτικών προϊόντων σε προσιτές τιμές.

Ο ισχυρός ανταγωνισμός στη λιανική σημαίνει ότι οι έμποροι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων των τιμών και να μεταφέρουν τα οφέλη στους καταναλωτές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλά αυτό επηρεάζει τα ήδη περιορισμένα περιθώρια κέρδους τους έως 3% στον τομέα πώλησης τροφίμων. 

Το χονδρικό και λιανικό εμπόριο αντιμετωπίζει πρόσθετες πιέσεις στις τιμές, ως άμεση συνέπεια της πανδημίας, ενώ οι άλλες συνδέονται με αυξημένη ρυθμιστική πίεση, κατακερματισμό της αγοράς ή υπερβολικές απαιτήσεις τιμών από παγκόσμιους κατασκευαστές.

Συγκεκριμένα:

Σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με ισορροπημένο τρόπο, προτείνει, ο Πολ Κρούγκμαν, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει κάποια κρίση όσον αφορά στον πληθωρισμό με βάση τους μακροπρόθεσμους δείκτες. «Δεν υπάρχει λόγος πανικού όσον αφορά στο τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού», επισήμανε ο νομπελίστας οικονομολόγος, ενώ, αναφορικά με τα μέτρα που απαιτούνται για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση, υποστήριξε ότι αυτό «σίγουρα δεν είναι η θεραπεία σοκ».

Έσπευσε ωστόσο να τονίσει πως «παρότι η Fed έχει ακόμα περιθώριο να πραγματοποιήσει μια ομαλή προσγείωση, πρέπει να αρχίσει να το κάνει». 

Ενδεχομένως το ίδιο ακριβώς να ισχύει και για την ΕΚΤ. Πιθανόν, η ευρωπαϊκή πολιτική, με την αργοπορία στις αυξήσεις του βασικού επιτοκίου και τη χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική, να προσφέρει ένα, περισσότερο αναπτυξιακό, οικονομικό περιβάλλον για τα επόμενα δύο χρόνια, αντιμετωπίζοντας όμως εκροές κεφαλαίων.

Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης δηλώνει ότι ο πληθωρισμός δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αφού, ως βασικές αιτίες των πληθωριστικών πιέσεων είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας, η διαταραχή στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα και οι ανισορροπίες προσφοράς-ζήτησης παγκοσμίως.

Επισημαίνει ότι, παρά τη μεγάλη αναθεώρηση των ετήσιων προβλέψεων της ΕΚΤ, η σημαντική αποκλιμάκωση αναμένεται σε βάθος διετίας.

Με επίκεντρο τη «μάχη» θεωρητικών και πρακτικών ερμηνειών για τα αίτια και τη διάρκεια του υψηλού πληθωρισμού, σε όλη την Ευρώπη τα νοικοκυριά βιώνουν στην καθημερινότητά τους εισοδηματικές απώλειες από τις ανατιμήσεις σε είδη ευρείας κατανάλωσης, ενώ οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έλλειψη κεφαλαίου κίνησης και εμπορευμάτων.

Ειδικά για την Ελλάδα, τα πρώτα στοιχεία του 2022 από την ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν πληθωρισμό 6,2% τον Ιανουάριο και έπεται συνέχεια, με τις αναλυτικές μετρήσεις να εκτιμούν ότι θα ανεβάσουν το δείκτη πιο ψηλά τον Φεβρουάριο.

Είναι, χαρακτηριστικό ότι οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων και ειδικά οι χονδρικές τιμές σε συσκευασμένα τρόφιμα, μέσα σε ένα μήνα κατέγραψαν αύξηση 8 ποσοστιαίων μονάδων σε όλη την Ευρώπη. Υπό το πρίσμα της τρέχουσας κατάστασης στην ΕΕ, δύσκολα μπορεί να λυθεί επί του παρόντος ο «γρίφος του ευρωπληθωρισμού».