ΕΒΕΠ Το λιανικό εμπόριο τροφίμων αντιμετωπίζει μια χρονιά νέων καταστάσεων

Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

ΕΒΕΠ

Πειραιάς, 19η Απριλίου 2023

Δελτίο Τύπου

Το λιανικό εμπόριο τροφίμων αντιμετωπίζει μια χρονιά νέων καταστάσεων

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς ενημερώνει για την έρευνα που παρουσιάστηκε στις 18 Απριλίου 2023 από την EuroCommerce και αναλύθηκε από τη McKinsey, στις Βρυξέλλες.

Η έκθεση δείχνει πως ο ευρωπαϊκός τομέας λιανικής πώλησης ειδών παντοπωλείου/σούπερ μάρκετ επικεντρώθηκε, το 2022, στον πληθωρισμό και την αυξανόμενη ευαισθησία στις τιμές καταναλωτή. Αυτό οδήγησε τα περιθώρια κέρδους των καταστημάτων τροφίμων στη μεγαλύτερη πτώση τα τελευταία πέντε χρόνια.

Ο κύκλος εργασιών, προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό, μειώθηκε κατά 7,1%, λόγω της εντατικοποιημένης μείωσης των συναλλαγών.

Ενώ, όμως, τα περιθώρια κέρδους μειώθηκαν, η ανάγκη για επενδύσεις στην τεχνολογία, τη βιωσιμότητα και τις δεξιότητες συνέχισε να αυξάνεται.

Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αύξηση των επιτοκίων, αυτό οδηγεί σε νέες προκλήσεις τις εμπορικές επιχειρήσεις λιανικής, καθώς πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους με πιο ακριβό δανειακό κεφάλαιο. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα κέρδη των «ηλεκτρονικών παντοπωλείων» που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας παρέμειναν ισχυρά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία που σημείωσαν ποσοστό διόρθωσης. 

Οι Ευρωπαίοι πολίτες, ζώντας με την ίδια αβεβαιότητα και το 2023, ανταποκρίνονται στην ακρίβεια προσαρμόζοντας ανάλογα τις καταναλωτικές τους συνήθειες.

Τα πορίσματα της τρίτης έκθεσης της McKinsey στοχεύουν να ρίξουν μια ολοκληρωμένη ματιά στις βασικές τάσεις που διαμορφώνουν τον τομέα λιανικής πώλησης τροφίμων, τόσο σήμερα, όσο και τα επόμενα χρόνια.

Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με 50 επικεφαλής μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης τροφίμων και σε έρευνα με περισσότερους από 12.000 καταναλωτές από εννέα ευρωπαϊκές χώρες. Το κοινό θέμα που προκύπτει από την έκθεση του 2023 είναι η αυξημένη πίεση στην αγορά του λιανικού εμπορίου.

Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους και θα αυξήσει την ανάγκη για επιχειρηματική καινοτομία, οικονομίες κλίμακας και τις αναγκαίες επενδύσεις για την προστασία της μελλοντικής προοπτικής κάθε επιχείρησης στην ΕΕ.

Η συγκεκριμένη έκθεση είναι η τρίτη από μια σειρά μελετών που παραθέτουν λεπτομερώς, πορίσματα, ζητήματα, δεδομένα και εξελίξεις στον κλάδο των τροφίμων. 

Συνοπτικά, οι βασικές τάσεις στο ευρωπαϊκό εμπόριο τροφίμων απεικονίζονται στον συνημμένο πίνακα και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

Ο Daniel Läubli, Παγκόσμιος Επικεφαλής Λιανικής της McKinsey, δήλωσε: «Παρά τις προκλήσεις που έρχονται, αυτές οι δύσκολες στιγμές προσφέρουν ευκαιρίες σε όσους ενεργούν με τόλμη. Εάν οι έμποροι λιανικής παρέχουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις για τους πελάτες τους και διπλασιάσουν την αποτελεσματικότητα, αυτό θα αφήσει χώρο για επενδύσεις στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα να βγούμε από αυτήν την κρίση ισχυρότεροι». 

Η Christel Delberghe, Γενική Διευθύντρια της EuroCommerce, δήλωσε: «Η προστασία των καταναλωτών από τις πληθωριστικές πιέσεις και το αυξανόμενο κόστος ενέργειας ήταν μια τεράστια πρόκληση για τους εμπόρους λιανικής και χονδρικής στην Ευρώπη, προσθέτοντας περαιτέρω πίεση στα ήδη πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους. Και το έκαναν, ενώ έπρεπε να επενδύσουν σε βιωσιμότητα, ψηφιοποίηση και δεξιότητες. Αυτά είναι απαραίτητα για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού λιανικού εμπορίου ειδών παντοπωλείων, όπως αποδεικνύεται από αυτήν την έκθεση». 

Ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, με την ευκαιρία των στοιχείων της σχετικής έρευνας επισημαίνει το πρόβλημα και τη λύση του κόστους των καταναλωτικών αγαθών στην ενιαία αγορά. Το πρόβλημα εντοπίζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις κατασκευής καταναλωτικών αγαθών, που αρνούνται στις επιχειρήσεις λιανικής τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ενιαία αγορά.

Οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού εμποδίζουν τους εμπόρους λιανικής να έχουν την ελευθερία παράλληλων εισαγωγών στην ενιαία αγορά, ώστε να προμηθεύονται από όπου θέλουν τα προϊόντα που πωλούν στη χώρα τους. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι καταναλωτές της ΕΕ πληρώνουν περισσότερα για τα ίδια καθημερινά προϊόντα, όπως τρόφιμα, απορρυπαντικά, καλλυντικά και ποτά, σε σύγκριση με άλλους σε μια γειτονική χώρα. Μελέτες, μάλιστα, εκτιμούν ότι αυτό κοστίζει στους ευρωπαίους καταναλωτές επιπλέον 14 δις ευρώ ετησίως.

Η λύση από την ΕΕ και τα κράτη μέλη είναι να λάβουν αποφασιστική δράση για να καταστήσουν ευέλικτους τους «Εδαφικούς Περιορισμούς Εφοδιασμού TSC», με καλύτερη χρήση των μέτρων επιβολής του ανταγωνισμού, μέσω ερευνών για σκόπιμες στρατηγικές.

Επίσης, να κηρυχθούν μη αποδεκτές οι πρακτικές που κατακερματίζουν τεχνητά την ενιαία αγορά και εμποδίζουν τη διασυνοριακή κυκλοφορία προϊόντων με βάση τα πορίσματα της μελέτης της Επιτροπής για τις κάθετες κατευθυντήριες γραμμές. Και, τέλος, η παρακολούθηση της προόδου στη διακοπή των περιορισμών μέσω μιας ετήσιας διαδικασίας αναθεώρησης. Είναι καιρός η ενιαία αγορά να ωφελήσει όλους μέσω της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας SingleMarket4All.