Άρθρο του Δημ. Σταματόπουλου Τα τεκμαρτά κέρδη ως ελάχιστη φορολογία σε ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους λύνουν το πρόβλημα ή δημιουργούν μεγαλύτερο;

Τα τεκμαρτά κέρδη ως ελάχιστη φορολογία σε ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους λύνουν το πρόβλημα ή δημιουργούν μεγαλύτερο;

του Δημήτρη Σταματόπουλου,
Συγγραφέα Φορολογικού Δικαίου,
επ. Γενικού Διευθυντή Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών
Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου​

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα έχει πολλές και πολύ μικρές ατομικές επιχειρήσεις. Οι επιτηδευματίες που εντάσσονται στις ατομικές επιχειρήσεις ανήκουν σε τόσες πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες και είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο ως προς την φορολογία, όταν αυτός ο τρόπος είναι τεκμαρτός και με ίδια βάση για όλους.

Στις ατομικές επιχειρήσεις αναφερόμαστε με τον περιγραφικό όρο ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι. Δηλαδή, δύο πολύ μεγάλες κατηγορίες και πολύ διακριτές μεταξύ τους:

Στους ελευθέρους επαγγελματίες εντάσσουμε όλα τα επιστημονικά επαγγέλματα όταν ασκούν επιτήδευμα, στο οποίο προέχει το πνευματικό ή καλλιτεχνικό στοιχείο δηλαδή μια μεγάλη μη συνεκτική ομάδα που περιλαμβάνει τον γιατρό, τον δικηγόρο, τον οικονομολόγο, τον λογιστή, τον μηχανικό, τον καθηγητή, τον καλλιτέχνη, τον ζωγράφο, τον μουσικό κ.λπ.

Στους αυτοαπασχολούμενους εντάσσουμε όλα τα μικρά καταστήματα εμπορίου κάθε είδους από ψιλικατζίδικα, περίπτερα, κάβες κ.λπ. , καταστήματα εστίασης κάθε είδους φαγητών ή ποτών, τουρισμού κάθε είδους, τεχνικών παιγνίων, εκμετάλλευση αυτοκινήτων, φορτηγών και ταξί, συντήρηση και επισκευή αυτοκινήτων, μισθώσεις κάθε είδους, κατασκευαστές, βιοτέχνες, επαγγέλματα προσφοράς υπηρεσιών περιποίησης, όπως κομμωτήρια, ακόμα φούρνοι, ζαχαροπλαστεία κ.λπ. Ακόμα και ως διακριτική κατηγορία μπορούν να εκληφθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την οικοδομή όπως χτίστες, σοβατζήδες, μπετατζήδες, ηλεκτρολόγοι, κεραμιδάδες, ελαιοχρωματιστές κ.λπ. καθώς και όλα τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την συντήρηση των οικοδομών, γραφείων και κατοικιών, όπως υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες και πολλά επαγγέλματα συντηρήσεων εν γένει.

Μια ματιά στο πλήθος των Κωδικών Αριθμών δραστηριότητας, των γνωστών μας ΚΑΔ, θα πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι στο χώρο αυτό ναι μεν γίνεται φοροδιαφυγή, αλλά δεν μπορούν να μπούνε όλοι μαζί, με μια απλοϊκή προσέγγιση, σε ένα τεκμαρτό τρόπο υπολογισμού ελάχιστης φορολογίας. Μια τεκμαρτή μέθοδος θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε αρνητικά αποτελέσματα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο.

Παρατηρούμε γενικά, και εν συντομία κατά περίπτωση, ότι:

Βεβαίως υπάρχει φοροδιαφυγή στους αυτοαπασχολούμενους, αλλά όχι σε όλους τους κλάδους, όχι σε όλα τα επαγγέλματα, όχι με τον ίδιο τρόπο ή την ίδια μέθοδο. Το νέο σύστημα όμως δεν θα κριθεί ως θετικό και προς την ορθή κατεύθυνση, γιατί ανατρέπει μια θετική πορεία των τελευταίων ετών ως προς τα έσοδα της χώρας, όσο και εάν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο. Βεβαίως θα φέρει κάποιο πρόσκαιρο δημοσιονομικό αποτέλεσμα λόγω του αιφνιδιασμού περί του χρόνου έναρξης, αλλά η εισπραξιμότητα του και στον πρώτο χρόνο θα κινηθεί σε λιγότερο από 70% των μαθηματικών υπολογισμών του πρώτου έτους. Το προκύπτον ποσό που υπολογίζεται ότι θα εισπραχθεί παραπάνω θα μειωθεί περαιτέρω από τον μη υπολογισμό των φόρων που καταβάλλονταν λόγω τεκμηρίων, για παράδειγμα, αυτοαπασχολούμενος που δήλωσε 2.000 κέρδη αλλά λόγω τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης φορολογήθηκε στις 9.000 ευρώ και ου το καθεξής!

Στη συνέχεια και στα επόμενα έτη οι φορολογούμενοι θα αναπροσαρμόσουν την κατάστασή τους, θα μετακινηθούν σε άλλες θέσεις, δεδομένου όπως έχουμε γράψει, ότι «Ο φορολογούμενος και η φορολογούσα αρχή παίζουνε σκάκι». Βλέπε: Ομιλία μου 16.11.2012 στην εκδήλωση – ανοιχτή συζήτηση για το Φορολογικό Σύστημα που είχαν διοργανώσει στο Μέγαρο Μουσικής, το ΕΛΙΑΜΕΠ, το ΙΟΒΕ, η Κantor, η Κίνηση Πολιτών και η Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς και μίλησα με θέμα «Το φορολογικό σύστημα, εφαρμοζόμενοι άξονες, αδυναμίες, απαραίτητες βελτιώσεις ή ανατροπές, φοροδιαφυγή και είσπραξη εσόδων», καθώς και άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στα «Μικρά Σημειώματα Φορολογίας» στο Forin.gr, στις 9-10-2017 με θέμα «Φοροδιαφυγή και έκδοση αποδείξεων. Κίνητρα και καλλιέργεια ενδιαφέροντος».

Πολλοί μικροεπιτηδευματίες και επιτηδευματίες συμπληρωματικού εισοδήματος θα προτιμήσουν να διακόψουν την δραστηριότητά τους, είτε αληθινά οπότε θα αναζητήσουν μισθωτή εργασία ή θα προστεθούν στους ανέργους ή άλλοι θα διακόψουν ψευδώς, εργαζόμενοι απολύτως παράνομα ή άλλοι θα λειτουργήσουν ως εταιρείες (αυτό το θεωρώ θετικό) και δυστυχώς στα μικρά χωριά από τις διακοπές εργασιών δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια καταστήματα εξυπηρέτησης των κατοίκων.

Στην ελληνική πραγματικότητα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχουν πολλοί μικροεπιτηδευματίες που ασκούν επαγγέλματα για να συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα. Με αυτό εννοούμε, για παράδειγμα, αγρότες ή άλλους επαγγελματίες που παράλληλα στο χωριό τους ή στη συνοικία τους λειτουργούν το καφενείο ή ένα μικροπαντοπωλείο ή μια μικρή ταβέρνα ή ένα ψιλικατζίδικο. Ως άλλα παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε έναν λογοτέχνη, μία επιμελήτρια ή μία μεταφράστρια ενός ή δύο βιβλίων στο έτος που «κυρίως είναι μητέρα ανηλίκων» και θέλει να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα και αυτό το μικρό εισόδημα που θα λάβει το οποίο βεβαίως δεν επιδιώκει και δεν ζει την οικογένεια γιατί υπάρχει και ο σύζυγος που εργάζεται και έχει τα δικά του εισοδήματα. Απλά συμπληρώνει το οικογενειακό εισόδημα, αλλά και απασχολείται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα της. Δηλαδή, το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την ελάχιστη φορολογία ότι «δεν μπορεί να ζει ένας αυτοαπασχολούμενος με κάτω από 10.920 ευρώ», θα λέγαμε ότι δεν βρίσκει έρεισμα σε όλη την ελληνική πραγματικότητα, γιατί πρέπει να βλέπουμε το άθροισμα ως οικογένεια, στο ανδρόγυνο εάν προτιμάτε, γι΄ αυτό και τα τεκμήρια δαπανών διαβίωσης λαμβάνουν ως βάση το οικογενειακό εισόδημα με πληθώρα όμως κριτηρίων.

Πολλά ακραία παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, που υπάρχουν στο σχέδιο του νομοθετήματος αυτού και θα αποδειχθούν στη διαδρομή του χρόνου, αλλά θα κλείσουμε με μια σημείωση: εφόσον το σύστημα εφαρμοστεί ως έχει στη βασική του λογική, θα πρέπει να ληφθεί τουλάχιστον πρόνοια για εκείνους που είναι κοντά στη σύνταξη και λειτουργούν μικροκαταστήματα στο τέλος της καριέρας τους χάριν της συνταξιοδότησης και ακόμα να ενταχθούν στις εξαιρέσεις πολλές ακραίες περιπτώσεις όπως μικροκαταστημάτων στα χωριά ή μικροεπιτηδευματιών που είναι φανερό ότι συμπληρώνουν το εισόδημα της οικογένειας. Η πρότασή μας αυτή δεν ανατρέπει βεβαίως τις βασικές ως άνω επισημάνσεις μας.​

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής των ειδικών κλάδων που στοχεύει η Φορολογική Διοίκηση (και όχι σε όλους) θα έπρεπε να εξεταστεί ειδική μεταβολή του συστήματος δαπανών διαβίωσης και του επιπέδου ζωής, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα περιουσία του καθενός και πιθανά στοιχεία και δεδομένα εκ του κλάδου τους. Ακόμα θα μπορούσε να σχεδιαστεί ένα μεγάλο δείγμα ελέγχου στοχευμένο σε αυτές τις ομάδες που η διοίκηση θεωρεί, αλλά και η κοινωνία γνωρίζει, ότι φοροδιαφεύγουν συστηματικά.